10′ διάβασμα
ένα απόσπασμα απο το σύντομο διήγημα του Άβραμ Ντέιβιντσον*
“η κάμερα του Μονταβάρντ”
Το κατάστημα του κ. Άζελ βρισκόταν ανάμεσα σε ένα υαλοπωλείο και ένα κατάστημα με μάλλινα είδη- τρία μικρά σκαλοπάτια οδηγούσαν σε αυτό. Η βιτρίνα του καταστήματος ήταν στενή- ένας ξένος που περνούσε βιαστικά δεν θα την πρόσεχε καν, γιατί ο βρώμικος τοίχος του υαλοπωλείου ήταν μέρος ενός ξεχωριστού κτιρίου και εκτεινόταν πιο έξω.
Τρία μικρά σκαλοπάτια κάτω, και υπήρχε ένας μικρός χώρος πριν από την πόρτα, που με κάποιο τρόπο ήταν πάντα καθαρός. Ο αέρας φυσούσε κομμάτια από άχυρα και χαρτιά σε κύκλους πάνω και κάτω στο δρόμο, σκορπίζοντας τα απορριφθέντα παιχνίδια του παντού, αλλά όχι στο χώρο μπροστά από την πόρτα του μαγαζιού. Ακριβώς πάνω από το ύψος ενός ανθρώπινου ματιού υπήρχε μια ράβδος στερεωμένη στο εσωτερικό της πόρτας, και από αυτήν κατέβαινε, σε τακτοποιημένες πτυχές, μια κόκκινη βελούδινη κουρτίνα. Η βιτρίνα του καταστήματος, στα αριστερά της πόρτας, ήταν καλυμμένη με τον ίδιο τρόπο. Με παλιομοδίτικα χρυσοποίκιλτα γράμματα ο αριθμός του δρόμου στέκονταν μόνος του στο τζάμι.
Δεν υπήρχε καμία θυρίδα για γράμματα, κανένα όνομα ή πινακίδα, τίποτα δεν αναγραφόταν στην πόρτα ή στο παράθυρο. Το κατάστημα ήταν κενό, δεν έκανε καμία εντύπωση στο μάτι, δεν μετέφερε κανένα μήνυμα στον εγκέφαλο. Αν κάποιοι από τους πολλούς ανθρώπους που περνούσαν από εκεί το πρόσεξαν έστω και λίγο, ήταν μόνο για να συμπεράνουν ότι ήταν άδειο.
Καμία γάτα δεν εκμεταλλεύτηκε αυτό το ήσυχο καταφύγιο για να ξεκουραστεί στον ήλιο, αν και τουλάχιστον δύο από αυτές ξάπλωναν πάντα κάτω από το προεξέχον παράθυρο της κουρτίνας.
Τη συγκεκριμένη ημέρα το τετράποδο ντουέτο αναστατώθηκε από το τρεχαλητό του κ. Λούσιους Κόλινς, ο οποίος κυνηγούσε το καπέλο του. Ήταν ένα ημίψηλο καπέλο, ένα καθαρό και καθ' όλα σωστό καπέλο, και καθώς το κυνηγούσε αγανακτισμένος ο κ. Κόλινς ξεφυσούσε και ανέπνεε από το στόμα του - ένα μικρό, γεμάτο, με κόκκινα χείλη στόμα, το οποίο κάλυπταν εκατέρωθεν ένα ζευγάρι καλοκουρεμένες, κοκκινωπές φαβορίτες στενές επάνω που φάρδαιναν όσο κατέβαιναν ίδιες με αρνίσια παϊδάκια.
Εξωφρενικό! σκέφτηκε ο κ. Κόλινς, με τα κοντόχοντρα ποδαράκια του να ανεβοκατεβαίνουν μανιωδώς. Εξευτελιστικό! Και κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί γι' αυτό, ούτε καν η κυβέρνηση, ούτε οι Μπόερς, ούτε η κυρία Κόλινς, αυτή με το συνάχι και το λαγόμορφο πρόσωπο. Ντροπή! Οι χρυσές σφραγίδες στην αλυσίδα του ρολογιού του χτυπούσαν και συγκρούονταν μεταξύ τους και χτυπούσαν το στομάχι που τις φρενάριζε, και ο άνεμος παρέσερνε το καπέλο με γρήγορο ρυθμό κατά μήκος του δρόμου.
Μόλις ο άνεμος πέρασε από το υφασματοπωλείο, εγκατέλειψε απότομα το αντικείμενο του παιχνιδιού του, και το εγκαταλελειμμένο καπέλο έπεσε με θόρυβο μπροστά από το επόμενο κατάστημα. Κατέβηκε το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο σκαλοπάτι και ακούμπησε κουρασμένο στην πόρτα.
Ο κ. Κόλινς κατέβηκε αδέξια τα σκαλιά και γονάτισε για να αρπάξει το καπέλο. Έμεινε σ' αυτή τη θέση ακίνητος. Περίπου ένα μέτρο ακάλυπτο τζάμι εκτεινόταν από το κάτω όριο του κόκκινου βελούδου μέχρι το ξύλινο πλαίσιο της πόρτας, και μέσα από αυτό ο κ. Λούσιους Κόλινς κοίταξε. Σχεδόν φαινόταν ότι κοίταζε με το στόμα ανοιχτό.
Μέσα στο μαγαζί, κοιτάζοντας το στρογγυλό και κόκκινο πρόσωπο του κ. Κόλινς, βρισκόταν ένας μικρός, λεπτός κύριος, ο οποίος ακουμπούσε σε μια προθήκη σαν να ποζάρει (η σκέψη πέρασε από το μυαλό του κ. Κόλινς) για τη φωτογραφία του. Η συγκρατημένη ευθυμία που ήταν εμφανής στα λεπτά χαρακτηριστικά του οδήγησε τον κ. Κόλινς εκ νέου στη διαπίστωση ότι η θέση του ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, αναξιοπρεπής. Πήρε το καπέλο του, σηκώθηκε, σκούπισε το ξεστρατισμένο ημίψηλο με το μανίκι του, ξεσκόνισε τα γόνατά του και μπήκε στο κατάστημα. Κάπου στο βάθος χτύπησε ένα κουδούνι καθώς το έκανε.
Ένα κόκκινο χαλί κάλυπτε το πάτωμα και έσβηνε τα βήματά του. Ο χώρος ήταν μικρός, αλλά όμορφα επιπλωμένος, με το κλασικό στιλ που ήταν περισσότερο της μόδας στο παρελθόν. Τίποτα δεν ήταν ευτελές ή φθαρμένο, αλλά τίποτα δεν ήταν καινούργιο. Μια λάμπα φωταερίου προεξείχε από έναν τοίχο με επένδυση, του οποίου το σκούρο ξύλο έλαμπε από το πολύ γυάλισμα, αλλά η λάμπα δεν ήταν αναμμένη, αν και το κατάστημα ήταν μάλλον σκοτεινό. Πολλές καρέκλες με δερμάτινη επένδυση ήταν τοποθετημένες ανά διαστήματα γύρω στο κατάστημα. Δεν υπήρχε πάγκος, ούτε ράφια, και μόνο αυτή η μία βιτρίνα. Ήταν άδεια και πάνω της ακουμπούσε μόνο ένα καλογυαλισμένο καπέλο Ascot.
Ο κ. Κόλινς δεν επιθυμούσε ο λεπτοκαμωμένος μικρός κύριος να σχηματίσει την εντύπωση ότι αυτός, ο Λούσιους, συνήθιζε να σκύβει και να κρυφοκοιτάζει κάτω από τις κουρτίνες των βιτρινών.
«Είστε ο ιδιοκτήτης;» ρώτησε. Ο κύριος, εξακολουθώντας να χαμογελάει, απάντησε ότι ήταν. Ήταν ένα στεγνό χαμόγελο, και ο ιδιοκτήτης του ήταν ένας άνθρωπος με στεγνή όψη. Η μύτη του ήταν μακριά και το πρόσωπό του μακρύ. Το πηγούνι του είχε λακκάκι.
Τα λεπτά πόδια του κυρίου καλύπτονταν από ένα μάλλον φαρδύ παντελόνι, αλλά ήταν προφανές ότι ήταν απότοκο της εποχής που τα φαρδιά παντελόνια ήταν της μόδας και δεν ήταν αποτέλεσμα οποιασδήποτε στυλιστικής απροσεξίας. Το ύφασμα είχε ένα σχέδιο ανάμεσα σε μεγάλα και μικρά καρό, και ένα ζευγάρι από έντονα μυτερά και πολύ γυαλιστερά παπούτσια βρίσκονταν στα μικρά του πόδια. Ένα γκρίζο γιλέκο, το οποίο διέσχιζε μια ανοιχτόχρυση αλυσίδα ρολογιού, ένα μάλλον κοντό παλτό, και ένας γιακάς φράκου με μαύρη γραβάτα συμπλήρωναν το ντύσιμό του. Καμία συγκεκριμένη περίοδος δεν είχε αποτυπωθεί στα ρούχα του, αλλά αισθανόταν κανείς ότι στην ακμή του -όποτε κι αν ήταν αυτή- αυτός ο λεπτός μικρός κύριος ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένας δανδής.
Από τη μύτη του μέχρι το πηγούνι του είχαν χαραχτεί δύο βαθιές γραμμές και υπήρχαν ρυτίδες γέλιου στις γωνίες των ματιών του. Τα μαλλιά του ήταν καστανά και μάλλον αραιά, κομμένα με τον συμβατικό τρόπο. Το μόνο ασυνήθιστο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι ο μικρός κύριος είχε στο μέτωπό του, σύμφωνα με τον τρόπο του αείμνηστου λόρδου Μπήκονσφιλντ, μια μπούκλα του τύπου που είναι κοινώς γνωστός ως «μπούκλα σάλιου». Και το όμορφα διαμορφωμένο μαγαζάκι του δεν περιείχε, απ' όσο μπορούσε να δει ο κ. Κόλινς, κανένα απολύτως εμπόρευμα.
«Ο άνεμος, ξέρετε, μου έβγαλε το καπέλο και το πήρε μαζί του. Το έριξε στην πόρτα σας, κατά κάποιο τρόπο».
Ο κ. Κόλινς μίλησε αμήχανα, γνωρίζοντας ότι ο άντρας φαινόταν ακόμα να διασκεδάζει κάπως, και πίστευε ότι αυτό οφειλόταν στη δική του βιαστική είσοδο. Προκειμένου να καλύψει την αμηχανία του και να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη παρουσία του στο εσωτερικό, ρώτησε βιαστικά: «Τι ακριβώς πουλάτε εδώ;» και έδειξε με το χέρι του το άδειο δωμάτιο.
«Τι είναι αυτό που θέλετε να αγοράσετε;» ρώτησε ο άνδρας.
Ο κ. Κόλινς κοκκίνισε πάλι, και χάσκοντας, έψαχνε να βρει μια απάντηση.
«Γιατί αυτό που εννοούσα ήταν: σε ποια κατηγορία βρίσκεστε; Δεν έχεις να επιδείξεις τίποτα απολύτως, ξέρεις. Ούτε το παραμικρό. Πώς να ξέρει κανείς τι είδους απόθεμα έχεις, αν δεν το βάλεις εκεί που μπορεί να το δει κανείς;»
Καθώς μιλούσε, ο κ. Κόλινς ένιωσε την αυτοκυριαρχία του να επιστρέφει και συνέχισε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να λέει:
«Τώρα, για παράδειγμα, η δική μου ιδιαίτερη ενασχόληση είναι η φωτογραφία. Αλλά αν δεν έχετε τίποτα που να δείχνει ότι εμπορεύεστε κάτι σε αυτό το είδος, τολμώ να πω ότι θα περνούσα από εδώ κάθε μέρα και δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να μπω».
Το χαμόγελο του ιδιοκτήτη μεγάλωσε ελαφρώς και τα φρύδια του ανέβηκαν προς τις μπούκλες του.
«Αλλά τυχαίνει να ενδιαφέρομαι κι εγώ για τη φωτογραφία, και παρόλο που δεν έχω καμία βιτρίνα ή πινακίδα για να σας ξεγελάσω, να που μπήκατε. Δεν με ενδιαφέρει η διαφήμιση είναι, νομίζω, χυδαία. Ο εξοπλισμός μου δεν είναι για φθηνο-πελάτες, ούτε θα ικανοποιήσω τα γούστα τους».
«Ο εξοπλισμός σας;» Ο κ. Κόλινς εξέτασε και πάλι τον χώρο. «Πού είναι;» Ένα πολύ ασυνήθιστο στούντιο -αν ήταν στούντιο- ή μαγαζί, σκέφτηκε- αλλά εντυπωσιάστηκε από αυτό που θεώρησε αξιέπαινη στάση εκ μέρους του λεπτού κυρίου -ένα επίπεδο τόσο υψηλό που αρνήθηκε να το χαμηλώσει με τα πιο κοινά αποδεκτά εθιμικά του εμπορίου.
Ο ιδιοκτήτης έδειξε την πιο σκιερή γωνιά του καταστήματος. Εκεί, στο μισοσκόταδο ανάμεσα στη βιτρίνα και τον τοίχο, μια μεγάλη παλιομοδίτικη φωτογραφική μηχανή στεκόταν πάνω σε ένα τρίποδο. Ο κ. Κόλινς την πλησίασε με ενδιαφέρον και άρχισε να την εξετάζει στο φως που εξασθενούσε.
Φτιαγμένη από κάποιο άγνωστο είδος σκληρού ξύλου, με τον φακό της να γυαλίζει με μια πιο πλούσια χρυσή απόχρωση από τον συνηθισμένο ορείχαλκο, η παλιά φωτογραφική μηχανή ήταν από κάθε άποψη ένα μουσειακό κομμάτι. Ωστόσο, παρά την ηλικία της, φαινόταν να είναι σε καλή κατάσταση λειτουργίας. Ο κ Κόλινς έσυρε το χέρι του πάνω στη λεία επιφάνεια. Καθώς το έκανε, ένιωσε κάτι τραχύ στο πίσω μέρος -μια ανωμαλία. Ήταν προφανώς το όνομα κάποιου, συμπέρανε, αποτυπωμένο με πυρογραφία ή σκαλισμένο στο ξύλο, αλλά τώρα ήταν αδύνατο να διαβαστεί στο λιγοστό φώς που χανόταν. Στράφηκε προς τον ιδιοκτήτη.
"Είναι λίγο σκοτεινά εδώ".
"Φυσικά. Με συγχωρείτε, το είχα ξεχάσει. Είναι κάτι εντυπωσιακό, έτσι δεν είναι; Δεν υπάρχει τέτοια τεχνική στις μέρες μας. Χρειάστηκαν χρόνια προσπάθειας γι' αυτό, ξέρετε". Καθώς μιλούσε, άναψε τη λάμπα αεριόφωτος και ρύθμισε τη φλόγα. Το απαλό, κίτρινο φως γέμισε το μαγαζί, μαζί με ένα απαλό σφύριγμα. Όλο και περισσότερα μαγαζιά είχαν τώρα ηλεκτρικό φως- αυτό εδώ, σίγουρα, δεν θα είχε ποτέ. Ο κύριος Κόλινς έσκυψε με προσοχή και παρατήρησε την επιγραφή. Κάποιος χρόνια πρίν είχε χαράξει το όνομα Γκαστόν Μονταβάρντ με μία επιτηδευμένη παλιομοδίτικη τεχνοτροπία. Ο κύριος Κόλινς σήκωσε το βλέμμα του με θαυμασμό.
«Η κάμερα του Μονταβάρντ; Εδώ;»
«Εδώ, ενώπιόν σας. Ο Μονταβάρντ εργάστηκε πέντε χρόνια πάνω σε πειραματικά μοντέλα πριν κατασκευάσει αυτό που βλέπετε τώρα. Εκείνη την εποχή ήταν – καθώς μπορείς να διαβάσετε σε διάφορα βιβλία- μαθητής του Νταγκέρ. Αλλά γι’αυτούς που τον γνώριζαν, ο μαθητής είχε κατά πολύ ξεπεράσει τον δάσκαλο, ακριβώς όπως και ο Νταγκέρ είχε ξεπεράσει τον Νιέπς. Αν ο Μονταβάρντ δε είχε πεθάνει λίγο πριν φτάσει στην ολοκλήρωση της τεχνικής που επεδίωκε, η εργασία του θα ήταν παγκόσμια γνωστή.
Αλλά σήμερα, η εκτίμηση του στυλ του Μονταβάρντ και η σημασία περιορίζεται στους λίγους — όπου θεωρώ και τον εαυτό μου έναν απο αυτούς. Εσείς, κύριε, είμαι στην ευχάριστη θέση να διαπιστώσω πως είστε ένας απο εκείνους. Τους λίγους.» Εδώ ο κομψός τζέντλεμαν έκανε μία ελαφρά υπόκλιση. Ο κύριος Κόλινς έδειξε εξαιρετικά κολακευμένος, όχι τόσο απο την υπόκλιση, όσο απο την έμμεση φιλοφρόνηση για τις γνώσεις του.
Στην πραγματικότητα, ήξερε πολύ λίγο για τον Μονταβάρντ, τη ζωή του ή την εργασία του. Ποιός γνώριζε άλλωστε; Ήταν γνώστης, όπως όλοι οι σπουδαστές φωτογραφίας, της σπουδής του Μονταβάρντ που αφορούσε μιας σκηνή δρόμου στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848, "Οδοφράγματα το πρωΐ", όπου απεικονίζεται μία κατεστραμμένη οχύρωση και τα ακίνητα κορμιά των αμυνομένων. Είναι ίσως η πρώτη πολεμική φωτογραφία που πάρθηκε ποτέ και η οποία συνήθως, αλλά λανθασμένα, αναφέρεται ως δαγκεροτυπία. Πιθανόν όχι περισσότερες από έξι ή οκτώ, συνολικά, εικόνες του Μονταβάρντ είναι γνωστές στο ευρύ κοινό, και όλες είναι διάσημες για αυτή την ιδιόμορφη φωτεινή ποιότητα, που φαίνεται να προέρχεται από κάποια άγνωστη πηγή μέσα απο τον φωτογραφιζόμενο χώρο. Ο Κόλινς, είχε επίσης επίγνωση του γεγονότος ότι πολλές περισσότερες εικόνες βρίσκονταν στην κατοχή συλλεκτών των απόκρυφων και των ερωτικών και δεν θα μπορούσαν να δημοσιευθούν ή να εκτεθούν. Μία από τις πιο διάσημες από αυτές είναι η αποκαλούμενη "Η μαύρη μάζα".
Ο αποστάτης ιερέας της Λυών, ο Ντιβάλ, ο οποίος συνήθιζε να τελεί τη Μαύρη Λειτουργία των Σατανιστών, χρησιμοποιούσε για μερικά χρόνια ως "βωμό" το γυμνό σώμα της διάσημης εταίρας με το προσωνύμιο 'η μανσέτα'. Αυτή τη σκηνή φέρεται να φωτογράφισε ο Μονταβάρντ. Όπως πολλές δημοφιλείς γυναίκες του είδους της, η 'Μανσέτα' θα μπορούσε τελικά να είχε αποσυρθεί για να καλλιεργήσει τριαντάφυλλα και να ζήσει μέχρι τα βαθειά γεράματα, αν δεν είχε δολοφονηθεί από έναν από τους πολυάριθμους εραστές της. Οι φωτογραφίες του Μονταβάρντ από την γκιλοτίνα (η χήρα, όπως την ονόμαζαν) πριν και μετά την εκτέλεση, είχαν απαγορευτεί από τη γαλλική λογοκρισία, υπό τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα, για λόγους δημόσιας τάξης.
Όλα αυτά είναι μια παρεκτροπή, φυσικά. Αυτές οι παρενθέσεις αναφέρονται επειδή ήταν γνωστές στον κ. Λούσιους Κόλινς και εξηγούσαν σε μεγάλο βαθμό το δέος και τον σεβασμό του όταν είδε την ίδια -κατά πάσα πιθανότητα- φωτογραφική μηχανή που είχε φωτογραφίσει αυτές τις σκηνές.
«Πώς την αποκτήσατε;» ρώτησε, χωρίς να μπει στον κόπο να καταπιέσει ή να κρύψει την ανυπομονησία του.
«Για περισσότερα από τριάντα χρόνια», εξήγησε ο ιδιοκτήτης, «ήταν ιδιοκτησία ενός Βορειοαμερικανού. Ήρθε στο Λονδίνο, αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και έβαλε ενέχυρο τον εξοπλισμό του. Δεν γνώριζε, υποθέτει κανείς, ότι επρόκειτο για τη φωτογραφική μηχανή Μονταβάρντ. Και ούτε την εξόφλησε. Είχα ελάχιστο ή καθόλου ανταγωνισμό στη δημοπρασία.
Αργότερα άκουσα ότι είχε επιστρέψει στην Αμερική ή ότι είχε αυτοκτονήσει, όπως έλεγαν κάποιοι- αλλά δεν πειράζει: η φωτογραφική μηχανή ήταν μια πραγματική ευκαιρία. Δεν περίμενα ποτέ να την ξαναδώ. Την πούλησα αμέσως μετά, αλλά οι αποπληρωμές δεν τηρήθηκαν, και έτσι βρίσκεται εδώ».
Μόλις άκουσε ότι η φωτογραφική μηχανή μπορούσε να πωληθεί, ο κ. Κόλινς άρχισε να παζαρεύει την αγορά της (αν και ήξερε ότι δεν είχε πραγματικά την οικονομική δυνατότητα να την αγοράσει) και δεν δέχτηκε το «όχι» ως απάντηση. Εν ολίγοις, συνήφθη μια συμφωνία, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να καταβάλει ένα ορισμένο ποσό σαν προκαταβολή και κάτι κάθε μήνα για οκτώ μήνες.
«Να συντάξω την επιταγή σε λίρες ή σε γκινέες;» ρώτησε.
«Σε γκινέες, φυσικά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου έμπορο». Ο λεπτός κύριος χαμογέλασε και έπιασε με το δάχτυλο την αλυσίδα του ρολογιού του, καθώς ο κ. Κόλινς έβγαζε το μπλοκ επιταγών του.
«Τι όνομα να γράψω, κύριε; Εγώ δεν...»
«Το όνομά μου, κύριε, είναι Άζελ. Τα αρχικά, Α. Α. Ακριβώς έτσι. Μπορείτε να χειριστείτε την κάμερα μόνος σας; Τότε σας εύχομαι καλό βράδυ, κύριε Κόλινς. Έχετε αποκτήσει ένα σπάνιο αντικείμενο, πράγματι. Επιτρέψτε μου να σας ανοίξω την πόρτα.
Ο κ. Κόλινς έφερε το απόκτημά του στο σπίτι με ένα τετράτροχο και πέρασε το υπόλοιπο βράδυ ξεσκονίζοντας και γυαλίζοντας. Η κυρία Κόλινς, μια λεπτεπίλεπτη μικροκαμωμένη φιγούρα, που έφτιαχνε τα μαλλιά της με τον τρόπο που φανταζόταν ότι τα έκανε η πριγκίπισσα της Ουαλίας - η κυρία Κόλινς ήταν κρυωμένη, ως συνήθως. Συμφώνησε ότι η φωτογραφική μηχανή ήταν σε άριστη κατάσταση, αλλά, με ένα ρουθούνισμα, επεσήμανε ότι είχε ξοδέψει πάρα πολλά χρήματα γι' αυτήν. Στα νεανικά της χρόνια, ως μία από τις δεσποινίδες Γουίλκινς, είχε ασχοληθεί και η ίδια αρκετά ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία, αλλά την είχε εγκαταλείψει επειδή κόστιζε πάρα πολλά χρήματα. (μτφρ. Κ. Λ.)
ⓘ η μετάφραση είναι πρωτότυπη και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα
* Ο Άβραμ Ντέιβιντσον (1923-1993), είναι συγγραφέας του φανταστικού
που έγραψε τα κλασσικά “Όλες οι θάλασσες με στρείδια,” και “Το Γκόλεμ.”
Στο “η κάμερα του Μονταβάρντ” συνδυάζει επιστήμη και μαγεία
με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Στοιχεία που χαρακτηρίζουν και την ίδια τη φωτογραφία.
επιμέλεια-μετάφραση: Κάππα Λάμδα
© periopton
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ΄οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)