2′ διάβασμα
📸© Κ.Λ. all rights reserved |
«Είχε κολυμπήσει πολύ, είχε μείνει ώρα μέσα στο νερό γι’ αυτό ήταν ερεθισμένη η μύτη και ο λαιμός του. Αυτό που χρειαζόταν λοιπόν ήταν ένα ποτό, λίγη παρέα και κάποια καθαρά, στεγνά ρούχα, και ενώ θα μπορούσε να διασχίσει το δρόμο για το σπίτι του, πήγε στην πισίνα των Τζιλμάρτινς. Εδώ, για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν βούτηξε, αλλά κατέβηκε τα σκαλιά στο παγωμένο νερό και κολύμπησε με το αδέξιο πλάγιο στυλ που μπορεί να είχε μάθει ως νέος. Τρίκλιζε από την κούραση στο δρόμο προς τους Κλάιντς και κολυμπούσε σε όλο το μήκος της πισίνας τους, σταματώντας ξανά και ξανά, με το χέρι του στο χείλος, για να ξεκουραστεί. Ανέβηκε τη σκάλα και αναρωτήθηκε αν είχε τη δύναμη να πάει στο σπίτι του. Είχε κάνει αυτό που ήθελε, είχε διασχίσει κολυμπώντας την κομητεία, αλλά ήταν τόσο ζαλισμένος από την εξάντληση που ο θρίαμβός του φαινόταν ασαφής. Σκυμμένος, κρατώντας τα κολωνάκια της πύλης για να στηριχτεί, στράφηκε προς την είσοδο του σπιτιού του.
[…] Το σπίτι ήταν κλειδωμένο, και σκέφτηκε ότι πρέπει να το είχε κάνει η ηλίθια μαγείρισσα ή η ηλίθια υπηρέτρια, μέχρι που θυμήθηκε ότι είχε περάσει αρκετός καιρός που είχαν να προσλάβουν υπηρέτρια ή μαγείρισσα. Φώναξε, χτύπησε την πόρτα, προσπάθησε να τη σπρώξει με τον ώμο του και, κοιτάζοντας μέσα από τα παράθυρα, είδε ότι το σπίτι ήταν άδειο.» (μετάφραση: Κ. Λ.)
ⓘ η μετάφραση είναι πρωτότυπη και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα
απόσπασμα από το διήγημα του
Τζον Τσίβερ – ‘Ο κολυμβητής’
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ΄οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου
(ολόκληρου ή αποσπασμάτων),
της εικόνας συμπεριλαμβανομένης
επιμέλεια-φωτογραφία-μετάφραση: Κάππα Λάμδα
© periopton