11' διάβασμα
Γεννημένος στη Νέα Ορλεάνη το 1924, ο Καπότε μεγάλωσε με συγγενείς μετά το διαζύγιο των γονιών του. Ανακάλυψε το πάθος του για τη συγγραφή από παιδί και ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα σε ηλικία 17 ετών, όταν προσλήφθηκε από το περιοδικό Νιου Γιόρκερ.
![]() |
ο Τρούμαν Καπότε το '60 ή το '61 |
Ο Καπότε δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο "Άλλες φωνές, άλλοι τόποι" το 1948, σε ηλικία 23 ετών. Οι Νιου Γιορκ Τάιμς επαίνεσαν το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας ομοφυλόφιλος, ως "θετική απόδειξη της άφιξης ενός νέου συγγραφέα με σημαντικό ταλέντο", δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην "εύγλωττη και απηχητική πρόζα" του Καπότε.
Ο Καπότε άρχισε να δουλεύει πάνω στις "Εισακουσμένες Προσευχές" το 1958, την ίδια χρονιά που δημοσίευσε τη νουβέλα "Πρόγευμα στο Τίφανις". Ο Καπότε περιέγραψε το βιβλίο ως το magnum opus του, ένα roman à clef* που κατοικείται από "ένα πλήθος χιλιάδων ανθρώπων", συμπεριλαμβανομένων "κάθε λογής ανθρώπων με τους οποίους είχα ποτέ σχέσεις". Κατά τον ίδιο, το έργο επρόκειτο να απεικονίσει "την αμερικανική κοινωνία στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Αυτό το βιβλίο αφορά αφορά εσένα, αφορά εμένα, αφορά αυτούς, αφορά τους πάντες". Παρά την πρόδηλη οίηση, διέθετε την επίνοια να δηλώνει πως:
"Δεν είμαι ο Προυστ. Δεν είμαι τόσο έξυπνος ή τόσο μορφωμένος όσο εκείνος. Δεν είμαι τόσο ευαίσθητος από διάφορες απόψεις. Αλλά η ματιά μου είναι εξίσου καλή με τη δική του. Κάθε λεπτομέρεια! Βλέπω τα πάντα! Δεν χάνω τίποτα! Αυτό που γράφω είναι αληθινό, είναι αληθινό και γίνεται με το καλύτερο πεζογραφικό ύφος που νομίζω ότι θα μπορούσε να επιτύχει οποιοσδήποτε Αμερικανός συγγραφέας. [...] Αν ο Προυστ ήταν Αμερικανός και ζούσε τώρα στη Νέα Υόρκη, αυτό θα έκανε".
Δείχνοντας το καλοκαίρι του '75, στον φίλο και βιογράφο του Τζέραλντ Κλαρκ, ένα απόσπασμα που σχεδίαζε να δημοσιεύσει στο τεύχος Νοεμβρίου του περιοδικού Εσκουάιρ με τίτλο "La Côte Basque 1965", αντιμετώπισε τον έντονο σκεπτικισμό του.
Παρόλο που το κείμενο ήταν γραμμένο με το ιδιαίτερο ύφος του συγγραφέα, δεν ήταν παρά μια σειρά από κουτσομπολίστικες βινιέτες, που επαναλάμβαναν τα είδη των αδιάκριτων ιστοριών που ψιθυρίζονταν στα δείπνα της κλίκας.
![]() |
Το εξώφυλλο του Εσκουάιρ τον Νοέμβριο του 1975, το οποίο προϊδεάζει για την πρώτη ματιά στο 'Εισακουσμένες Προσευχές'. |
![]() |
το κείμενο στο περιοδικό Εσκουάιρ τον Νοέμβριο του 1975. |
Ιστορίες, που όπως γινόταν εύκολα αντιληπτό, αντλούνταν κυρίως απευθείας από τη ζωή των αγαπημένων "κύκνων" του Τρούμαν, την πλούσια και λαμπερή ομάδα γυναικών της υψηλής κοινωνίας που περιελάμβανε τις Μπέιμπ Πέιλυ, Σλιμ Κιθ, Γκλόρια Γκίνες, Λι Ράτζιγουιλ, Μαρέλα Ανιέλι και ΣιΖι Γκεστ.
![]() |
Η Τζάκι Κένεντι Ωνάση και ο Αριστοτέλης Ωνάσης στο La Cote Basque τον Ιανουάριο του 1973. © Ron Galella-Getty Images |
![]() |
από αριστερά - Γκλόρια Γκίνες, Τρούμαν Καπότε και Μπέιμπ Πέιλι, περίπου 1957 © Getty Images |
![]() |
Η Λι Ράντζιγουιλ και ο Τρούμαν Καπότε ποζάρουν μαζί στην αίθουσα Grand Ballroom του ξενοδοχείου Plaza κατά τη διάρκεια του Black-and-White χορού του Καπότε το 1966. © Hulton Archive - Getty Images |
Ο Κλαρκ διερωτήθηκε αν ήταν καλή ιδέα να συμπεριληφθούν συγκεκαλυμμένες αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα λέγοντά του: "Ξέρεις, Τρούμαν, δεν θα είναι πολύ ευχαριστημένοι με αυτό", παίρνοντας την απάντηση: "Μπα, είναι πολύ χαζοί, δεν θα καταλάβουν ποιοι είναι".
Το άρθρο έκανε αίσθηση για όλους τους λάθος λόγους, καθώς αποκάλυπτε κατάχρηση ουσιών, σεξουαλικές επιθέσεις, συγκάλυψη δολοφονίας, λεπτομερή περιγραφή εξωσυζυγικού σεξ και τόνους αλκοόλ. Οι αναγνώστες που νόμιζαν ότι έπαιρναν ένα λεπτοδουλεμένο κομμάτι κοινωνικής κριτικής έμειναν να κοιτούν τη σελίδα σαστισμένοι.
Κάποια στιγμή σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει ότι κατασκεύαζε το βιβλίο του σαν όπλο: "Υπάρχει η λαβή, η σκανδάλη, η κάννη και, τέλος, η σφαίρα. Και όταν αυτή η σφαίρα εκτοξευτεί από το όπλο, θα βγει με μια ταχύτητα και δύναμη που δεν έχετε ξαναδεί ποτέ - μπαμ!". Ακριβώς έτσι, με μία μικρή όμως διαφορά. Όλο αυτό έσκασε στα χέρια του, σημαίνοντας και το τέλος της καριέρας του. Δηλαδή τί περίμενε; Να ταρακουνήσει το τέναγος ενός υποκριτικού καθωσπρεπισμού ατιμωρητί; Όσο και αν διατεινόταν με πάθος (και με το δίκιο του) πως: "Και λοιπόν, τι περίμεναν; Συγγραφέας είμαι", εισέπραξε τα επίχειρα των αποκαλύψεών του για την μνησίκακη Αμερικανική εκδοχή και ως εκ τούτου έρζατς, αριστοκρατίας. Αποκλεισμό και περιφρόνηση. Καημένε Τρούμαν. Πόσο λίγο τελικά γνώριζες τον κόσμο.
το απόσπασμα από το "La Côte Basque 1965" που ακολουθεί, αναφέρεται στο ζεύγος Αν και Γουίλιαμ Γούντγουορντ και στο ατύχημα(;), κατά το οποίο η Αν πυροβόλησε και σκότωσε τον σύζυγό της επειδή τον πέρασε για διαρρήκτη.
"Λοιπόν, πρέπει να παραδεχτείς ότι η κυρία Χόπκινς θα μπορούσε να κάνει μια ωραία ιστορία".
"Ποια;" Είπα.
"Στέκεται εκεί", είπε η Ίνα Κούλμπερθ.
Α, αυτή η κυρία Χόπκινς. Μια κοκκινομάλλα ντυμένη στα μαύρα- μαύρο καπέλο με πέπλο, μαύρο ταγιέρ Μεϊνμπόκερ, μαύρη τσάντα από δέρμα κροκόδειλου, και αντίστοιχα παπούτσια. Η κ. Σουλέ είχε το ένα αυτί της τεντωμένο καθώς του ψιθύριζε- και ξαφνικά όλοι ψιθύριζαν. Η κυρία Κένεντι και η αδελφή της δεν είχαν προκαλέσει ούτε ένα μουρμουρητό, ούτε οι είσοδοι της Λόρεν Μπακόλ και της Κάθριν Κορνέλ και της Κλερ Μπουθ Λους. Ωστόσο, η κυρία Χόπκινς ήταν μια άλλη επιλογή: μια αίσθηση που θα αναστάτωνε και τον πιο γλυκό πελάτη του 'Côte Basque'. Δεν υπήρχε τίποτα συγκεκαλυμμένο στην προσοχή που της επιφυλάχθηκε καθώς κινήθηκε με σκυμμένο το κεφάλι προς ένα τραπέζι όπου την περίμενε ήδη ένας συνοδός - ένας καθολικός ιερέας, ένας από εκείνους τους μεγαλόσχημους, υποσιτισμένους, κληρικούς του πατέρα Ντ' Άρσι που πάντα φαίνονται πιο οικείοι όταν είναι εκτός μοναστηριών και όταν συναναστρέφονται με τους πολύ σπουδαίους και πολύ πλούσιους σε μια στρατόσφαιρα κρασιού και ρόδων.
"Μόνο που", είπε η Λαίδη Ίνα, "η Ανν Χόπκινς θα το σκεφτόταν αυτό. Να διαφημίζει την αναζήτησή σας για πνευματική "συμβουλή" με τον πλέον δημόσιο τρόπο. Μια φορά πόρνη, πάντα πόρνη".
"Βγες από τα χαρακώματα, μικρή μου. Ο πόλεμος τελείωσε. Φυσικά και δεν ήταν ατύχημα. Σκότωσε τον Ντέιβιντ εκ προμελέτης με δόλο. Είναι δολοφόνος. Η αστυνομία το ξέρει αυτό".
"Τότε πώς τη γλίτωσε;"
"Επειδή το ήθελε η οικογένεια. Η οικογένεια του Ντέιβιντ. Και, όπως συνέβη στο Νιούπορτ, η γριά κυρία Χόπκινς είχε τη δύναμη να επιβληθεί. Έχεις γνωρίσει ποτέ τη μητέρα του Ντέιβιντ; Τη Χίλντα Χόπκινς;"
"Την είδα μια φορά το περασμένο καλοκαίρι στο Σαουθάμπτον. Αγόραζε ένα ζευγάρι παπούτσια του τένις. Αναρωτήθηκα τι ήθελε μια γυναίκα στην ηλικία της, πρέπει να είναι ογδόντα χρονών, με παπούτσια του τένις. Έμοιαζε με - κάποια πολύ ηλικιωμένη θεά".
"Είναι. Γι' αυτό η Ανν Χόπκινς ξέφυγε με εν ψυχρώ δολοφονία. Η πεθερά της είναι μια θεά από το Ρόουντ Άιλαντ. Και αγία."
Η Ανν Χόπκινς είχε σηκώσει το πέπλο της και ψιθύριζε τώρα στον ιερέα, ο οποίος, δουλοπρεπώς γοητευμένος, περνούσε ένα Γκίμπσον από τα πεινασμένα μπλε χείλη του.
"Αλλά θα μπορούσε να είναι ατύχημα. Αν κάποιος πιστέψει τα δημοσιεύματα. Εξ όσων θυμάμαι, μόλις είχαν επιστρέψει από ένα δείπνο στο Γουότς Χιλ και είχαν πάει για ύπνο σε διαφορετικά δωμάτια. Δεν υποτίθεται ότι υπήρξε μια πρόσφατη σειρά διαρρήξεων εκεί κοντά; και είχε μια καραμπίνα δίπλα στο κρεβάτι της, και ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι άνοιξε η πόρτα του υπνοδωματίου της και άρπαξε την καραμπίνα και πυροβόλησε αυτό που νόμιζε ότι ήταν ένας εισβολέας. Μόνο που ήταν ο σύζυγός της. Ντέιβιντ Χόπκινς. Με μια τρύπα στο κεφάλι του".
" Έτσι είπε. Αυτό ισχυρίστηκε ο δικηγόρος της. Αυτό δήλωσε η αστυνομία. Και αυτό ανέφεραν οι εφημερίδες... ακόμη και οι Τάιμς. Αλλά δεν είναι αυτό που συνέβη". Και η Ίνα, εισπνέοντας σαν δύτης, άρχισε: "Μια φορά κι έναν καιρό, μια νεαρή εντυπωσιακή και μοιραία κοκκινομάλλα ήρθε στην πόλη από το Γουίλινγκ ή το Λόγκαν - κάπου στη Δυτική Βιρτζίνια. Ήταν δεκαοχτώ χρονών, είχε μεγαλώσει σε κάποια επαρχιακή φτωχογειτονιά και είχε ήδη παντρευτεί και χωρίσει- ή είπε ότι ήταν παντρεμένη ένα ή δύο μήνες με έναν πεζοναύτη και τον χώρισε όταν εξαφανίστηκε (να το θυμάστε αυτό: είναι σημαντικό στοιχείο). Το όνομά της ήταν Ανν Κάτλερ και έμοιαζε μάλλον με μια μοχθηρή Μπέτι Γκρέιμπλ. Δούλευε ως κολ γκερλ για έναν νταβατζή που ήταν υπεύθυνος γκρουμ στο Γουόλντορφ- και αποταμίευσε τα χρήματά της και πήρε μαθήματα φωνητικής και χορού και κατέληξε να γίνει το αγαπημένο κορίτσι ενός από τους νταβατζήδες του Φράνκι Κοστέλο, ο οποίος την πήγαινε πάντα στο Ελ Μορόκο. Ήταν κατά τη διάρκεια του πολέμου - το 1943 - και το Έλμερς ήταν πάντα γεμάτο γκάνγκστερ και στρατιωτικούς. Αλλά ένα βράδυ εμφανίστηκε εκεί ένας συνηθισμένος νεαρός πεζοναύτης- μόνο που δεν ήταν συνηθισμένος: ο πατέρας του ήταν ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους στην Ανατολή -και ο πλουσιότερος.
Ο Ντέιβιντ είχε γλυκύτητα και υπέροχη εμφάνιση, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς όπως ο παλιός κύριος Χόπκινς - ένας σχολαστικός επισκοπιανός. Τσιγκούνης. Νηφάλιος. Καθόλου κοινωνικός. Αλλά ήταν στου Έλμερ, ένας στρατιώτης σε άδεια, καυλωμένος και λίγο μαστουρωμένος. Ένας από τους μπράβους του Γουίντσελ ήταν εκεί και αναγνώρισε τον νεαρό Χόπκινς- κέρασε τον Ντέιβιντ ένα ποτό και του είπε ότι θα μπορούσε να του κανονίσει κάτι με όποια από τις κοπέλες έβλεπε, απλά διάλεξε μία, και ο Ντέιβιντ, ο καημένος, είπε ότι η κοκκινομάλλα με τη μυτούλα και τα μεγάλα βυζιά ήταν εντάξει γι' αυτόν. Έτσι το τσιράκι του Γουίντσελ της στέλνει ένα σημείωμα, και τα ξημερώματα ο μικρός Ντέιβιντ βρίσκει τον εαυτό του να σπαρταρά μέσα στη σφιχτή αγκαλιά μιας έμπειρης Κλεοπάτρας. Είμαι σίγουρη ότι ήταν η πρώτη εμπειρία του Ντέιβιντ με κάτι λιγότερο πρωτόγονο από ένα αθώο χάιδεμα με τον συγκάτοικό του στο σχολείο. Τρελάθηκε, όχι ότι μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει- ξέρω μερικούς πολύ κουλ τύπους που έχουν τρελαθεί με την Ανν Χόπκινς. Την κατάσταση με τον Ντέιβιντ την χειρίστηκε έξυπνα- ήξερε ότι είχε πιάσει λαβράκι, ακόμα κι αν αυτός ήταν ακόμη σχεδόν παιδί, γι' αυτό παράτησε αυτό που έκανε και έπιασε δουλειά στο Σακς, στα εσώρουχα- δεν πίεσε ποτέ για τίποτα, αρνήθηκε κάθε δώρο πιο πολυτελές από μια τσάντα, και όσο υπηρετούσε τη θητεία του του έγραφε κάθε μέρα, ραβασάκια ζεστά και αθώα σαν παιδικό στρωσίδι. Στην πραγματικότητα, ήταν έγκυος- και το παιδί ήταν δικό του- αλλά δεν του έλεγε τίποτα μέχρι την επόμενη φορά που γύρισε σπίτι με άδεια και βρήκε το κορίτσι του τεσσάρων μηνών έγκυο. (μτφρ. Κ.Λ.)
ⓘ η μετάφραση είναι πρωτότυπη και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα
* Το roman à clef, γαλλικά για μυθιστόρημα με κλειδί, είναι ένα μυθιστόρημα για γεγονότα της πραγματικής ζωής που επικαλύπτεται με μια πρόσοψη μυθοπλασίας. Τα εικονικά ονόματα στο μυθιστόρημα αντιπροσωπεύουν πραγματικούς ανθρώπους και το «κλειδί» είναι η σχέση μεταξύ του μη μυθιστορήματος και του μυθιστορήματος.
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ΄οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)
επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton