6' διάβασμα
η Γαλλία γιορτάζει την επέτειο του καλλιτεχνικού κινήματος που άλλαξε την πορεία της ιστορίας της τέχνης
![]() |
Κλωντ Μονέ, η γέφυρα Βατερλώ με ομίχλη, (1899–1903). © Christie’s Images Ltd. |
Τώρα θα μου πείτε... πάλι οι ιμπρεσιονιστές; Πράγματι αναρωτιέται κανείς τι μένει να ειπωθεί για αυτό το κίνημα και τα μέλη του, η επανάσταση του οποίου φαίνεται να έχει τελειώσει. Και όμως, παρά τον παραγκωνισμό τους στο περιθώριο, οι ιμπρεσιονιστές είχαν μια καλλιτεχνική ατζέντα που προετοιμαζόταν για χρόνια. Ένας από τους στόχους της λεγόμενης Société Anonyme που ένωσε αυτούς τους ζωγράφους, ήταν η ανανέωση της παλέτας και αυτό έγινε με την εφεύρεση μιας ιώδους χρωστικής που γοήτευσε τους ιμπρεσιονιστές και εξαπλώθηκε κυριεύοντας τον κόσμο της τέχνης: το βιολετί. Όχι το κίτρινο, το κόκκινο και το μπλε, αλλά το βιολετί που ήταν πλέον φαινομενικά παντού - τουλάχιστον σε αυτούς τους καμβάδες. Το βιολετί έγινε το όνομα για το ξάφνιασμα του καινούργιου.
Εδώ είναι πρέπον να αναφερθεί πως ίσως δεν έχει μεγάλη σημασία πώς ονομάζουμε τα χρώματα που βλέπουμε. Δεν είναι σαφές, σε κάθε περίπτωση, ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος βλέπει ακριβώς το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλον, και όλα τα ονόματα χρωμάτων που χρησιμοποιούμε είναι απλώς δοκιμαστικές και προσεγγιστικές ετικέτες για πολύπλοκες οπτικές αισθήσεις. Το βιολετί ενός ατόμου μπορεί να είναι το λιλά ή η λεβάντα ή ο αμέθυστος ή απλά το πορφυρό ενός άλλου. Και παρόλο που η βιομηχανική παραγωγή χρωμάτων μας έχει προσφέρει πλέον ένα εντυπωσιακά διαφοροποιημένο λεξιλόγιο χρωμάτων, εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ περισσότερα χρώματα, τουλάχιστον αποχρώσεις και τόνοι, από όσα έχουμε λέξεις γι' αυτά. Η γαλλική λέξη violet μεταφράζεται συχνά στα αγγλικά ως "πορφυρό" (purple), αλλά το pourpre συχνά μεταφράζεται επίσης ως "πορφυρό" - αν και για τους γαλλόφωνους το pourpre συνήθως ονομάζει ένα πορφυρό χρώμα πιο κοντά στο κόκκινο απ' ό,τι το violet.
Το 1859 συντέθηκε το βιολετί κοβαλτίου, και εννέα χρόνια αργότερα εμφανίστηκε το φωτεινότερο και λιγότερο τοξικό βιολετί μαγγανίου από χημικούς που παρασκεύαζαν χρωστικές για τη βιομηχανία ενδυμάτων. Οι ιμπρεσιονιστές, οι οποίοι είχαν την πρώτη τους έκθεση στο Παρίσι το 1874, λάτρευαν να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη απόχρωση στην προσπάθειά τους να απεικονίσουν την αληθινή φύση του φωτός στους πίνακές τους.
"Ανακάλυψα επιτέλους το αληθινό χρώμα της ατμόσφαιρας. Είναι βιολετί. Ο ανοιχτός αέρας είναι βιολετί. Το βρήκα! [...] Σε τρία χρόνια από τώρα, όλοι θα φορούν βιολετί!" δήλωνε ο Κλωντ Μονέ.
![]() |
Κλωντ Μονέ, ανθισμένα νούφαρα (π.1914–17) © Christie’s Images |
![]() |
Κλωντ Μονέ, πρωινό στον Σηκουάνα κοντά στο Giverny, 1897. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. |
Βέβαια δεν ήταν όλοι τόσο παθιασμένοι με το μωβ όσο ο Μονέ και οι άλλοι ιμπρεσιονιστές. Στην πραγματικότητα, η εκτεταμένη χρήση του χρώματος από την ομάδα ενόχλησε πολλούς κριτικούς, οι οποίοι κατηγόρησαν τους ιμπρεσιονιστές ότι έπασχαν από "βιολετομανία".
Αλλά οι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος δεν υιοθέτησαν την συγκεκριμένη απόχρωση μόνο και μόνο επειδή ήταν κάτι νέο και διαφορετικό, αλλά βασίστηκαν στην επιστήμη του χρώματος. Αρχικά, ήταν ο Γάλλος χημικός Μισέλ Εζέν Σεβρέλ που ανακάλυψε τον νόμο της παράλληλης αντίθεσης: τα χρώματα φαίνονται πιο έντονα όταν τοποθετούνται δίπλα στο συμπληρωματικό τους χρώμα. Στη συνέχεια, το 1864 ο σημαίνων Γάλλος κριτικός τέχνης Σαρλ Μπλανκ έγραψε ένα άρθρο στο οποίο εφάρμοσε τον νόμο του Σεβρέλ στους πίνακες του Ευγένιου Ντελακρουά. Ο Μπλανκ περιέγραψε πώς το βιολετί, που παράγεται από την ανάμειξη κόκκινου και μπλε, εντείνεται τοποθετώντας το δίπλα στο κίτρινο. Το 1867, ο Μπλανκ ανέπτυξε περαιτέρω αυτό το παράδειγμα στο βιβλίο του "Η γραμματική της ζωγραφικής και της χαρακτικής", μια εξέχουσα πραγματεία για τους καλλιτέχνες στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία. Θα εμπνεύσει άμεσα ζωγράφους όπως ο Ζωρζ Σερά, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, ο Καμίλ Πισαρό και έμμεσα τους Κλοντ Μονέ, Πολ Σινιάκ και πολλούς άλλους.
Να σημειωθεί πως οι ιμπρεσιονιστές και οι μεταϊμπρεσιονιστές ήταν πολύ πιο ευέλικτοι από τους παλαιότερους ζωγράφους στη δημιουργία και τη χρήση των χρωμάτων. Δεν προσπαθούσαν πλέον να μιμηθούν τα χρώματα του περιβάλλοντος, αντίθετα στόχευαν στην παραγωγή χρωματικών εντυπώσεων. Όταν αναζητούσαν αντίθεση στο κίτρινο φως του ήλιου, για παράδειγμα, η περιγραφή του Μπλανκ τους οδήγησε στη δημιουργία μιγμάτων κόκκινου και μπλε, που συχνά κατέληγαν σε βιολετί.
Αυτή η εκτεταμένη χρήση του ιώδους ώθησε πολλούς κριτικούς και μη, να την αποδώσουν σε οπτικές και νευρολογικές παθήσεις. Ο Γερμανός οφθαλμίατρος Ρίχαρντ Λίμπραϊχ είδε έργα του Τζ. Μ. Β. Τέρνερ -ενός άλλου θαυμαστή της απόχρωσης - στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και αναρωτήθηκε αν το νέο έργο του καλλιτέχνη "προκλήθηκε από κάποια οφθαλμική ή εγκεφαλική διαταραχή".
Αφού είδε μια επιλογή πινάκων της ομάδας στην γκαλερί Ντυράν-Ρουέλ στο Παρίσι το 1876, ο Σουηδός συγγραφέας Αύγουστος Στρίντμπεργκ περιέγραψε τους ιμπρεσιονιστές ως πάσχοντες από "ιντιγκομανία".
Δύο χρόνια νωρίτερα, ο κριτικός Άλμπερτ Βολφ παρομοίασε μια γυναίκα σε ένα έργο του Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ με μια "μάζα αποσυντιθέμενης σάρκας με πράσινες και μωβ κηλίδες" και ένας άλλος κριτικός που έγραφε για την τρίτη έκθεση ιμπρεσιονιστών του 1877 είπε ότι τα έργα έμοιαζαν με τυρί ροκφόρ.
![]() |
Ωγκύστ Ρενουάρ "η Νινί στον κήπο", 1876. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης |
![]() |
Καμίλ Πισαρό "χιονισμένο τοπίο στο Ερανί", 1884. © Μουσείο Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο |
Αυτό βέβαια έχει μια βάση αλήθειας, όχι όμως ως γενετική ανωμαλία, αλλά ως γενετική εξέλιξη. Ξεχωρίζουμε τα χρώματα, επειδή οι υποδοχείς στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού αντιδρούν στα διαφορετικά μήκη κύματος του φωτός. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αμφιβληστροειδής είναι στην πραγματικότητα μια προέκταση του εγκεφάλου, που σχηματίζεται εμβρυϊκά από νευρικό ιστό και συνδέεται με τον εγκέφαλο μέσω του οπτικού νεύρου. Αυτές οι πολύπλοκες δομές, οι οποίες μας επιτρέπουν να βλέπουμε το ουράνιο τόξο των χρωμάτων - αλλά και να διακρίνουμε και να κατανοούμε αυτά τα χρώματα - σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ετών εξέλιξης, συχνά ως απάντηση στις αλλαγές στο πλανητικό μας περιβάλλον και στο πλανητικό φως.
Τι μπορεί όμως να μας έκανε να αγκαλιάσουμε το βιολετί χρώμα τόσο πρόσφατα στην ιστορία μας; Μια θεωρία (λίγο ακραία βέβαια) προτείνει ότι οι κοσμικές ακτίνες που παράγονται από σουπερνόβα μπορούν να μεταβάλουν τον ιονισμό της ατμόσφαιρας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται βροχές υποατομικών σωματιδίων που μπορεί να προκαλέσουν γενετικές μεταλλάξεις στους κατοίκους της Γης, συμπεριλαμβανομένων και ημών.
Καθώς λοιπόν το κοινό εκπαιδεύονταν μέσω των έργων τους και των μαθημάτων τέχνης, άρχισε να εκτιμά το βιολετί, οπότε το χρώμα εξαπλώθηκε γρήγορα κατακτώντας τη βιομηχανία της μόδας, (βρίσκοντας επίσης εφαρμογή στην εσωτερική διακόσμηση και στον βιομηχανικό σχεδιασμό). Τα μωβ ρούχα, από φορέματα μέχρι εσώρουχα, έγιναν τόσο της μόδας που ένα άρθρο του 1859 στο περιοδικό Punch περιέγραφε το Λονδίνο ως πάσχον από "μωβ ιλαρά".
Τι τα θέλετε, χωρίς τη "βιολετομανία", σίγουρα δεν θα είχαμε τα ιμπρεσιονιστικά αριστουργήματα που πρωταγωνιστούν σε μερικές από τις σημαντικότερες συλλογές του κόσμου. (Κ. Λ.)
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ΄οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)
έρευνα-επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton