where art is always in focus

25.11.24

Ο Φρενχόφερ του Ονορέ ντε Μπαλζάκ και το 'Άγνωστο αριστούργημα'

 6.32' διάβασμα




Ο καλλιτέχνης Φρενχόφερ, πρωταγωνιστής του 'Αγνώστου αριστουργήματος' του Μπαλζάκ, δεν παραλείπει ποτέ να εγείρει ερωτήματα. Ειδικά αν τον «αντιστρέψετε».


Μετά από σχεδόν δύο αιώνες από την πρώτη δημοσίευσή του το 1831, 'Το Άγνωστο αριστούργημα' του Ονορέ ντε Μπαλζάκ εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επίκαιρο για τα ερωτήματα σχετικά με την τέχνη που κάποιος μπορεί να βρει σε αυτό. Το διήγημα και ο λαμπρός πρωταγωνιστής του, ο μετρ Φρενχόφερ, ασχολούνται με την ουσία της τέχνης, με την πάλη ανάμεσα στην ποιητική πρόθεση και το αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς και με τη σχέση μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού. Εκτός από το να προσφέρει νέες γνώσεις σε αυτά τα σημαντικά θέματα, το διήγημα του Μπαλζάκ εγκαινίασε μια ολόκληρη συζήτηση για τη σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και εικαστικών τεχνών.
Στην ιστορία του για την αναζήτηση ενός (αδύνατου;) απόλυτου αριστουργήματος, ο Μπαλζάκ μας μεταφέρει στο Παρίσι, στην οδό Γκραν-Ογκουστέν, στις αρχές του 17ου αιώνα. Δύο ζωγράφοι συναντούν έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους της εποχής τους, έναν φανταστικό χαρακτήρα με το όνομα Φρενχόφερ. Αυτός κηρύσσει την τελειότητα της ζωγραφικής, δίνοντας πρακτικά παραδείγματα της μαεστρίας του και εμβαθύνοντας στη θεωρητική διαφορά μεταξύ αλήθειας και εμφάνισης. Ο Φρενχόφερ αυτοσυστήνεται αμέσως ως ο μοναδικός θεματοφύλακας μιας αξεπέραστης τεχνικής, ο μόνος ικανός να μεταφέρει «την πνοή της ζωής» στον καμβά. Ο διάσημος δάσκαλος αποκαλύπτει επίσης ένα μυστικό στους δύο ζωγράφους. Εδώ και δέκα χρόνια εργάζεται πάνω στο πορτρέτο μιας γυναίκας, της Κατρίν Λεσκό, το οποίο θα πρέπει να γίνει το τελειότερο έργο τέχνης που έχει δει ποτέ κανείς. Αυτό το έργο, λέει ο Φρενχόφερ, θα πρέπει να επιτρέψει στους ανθρώπους να δουν πώς κατάφερε να πάει τη ζωγραφική σε μια διάσταση που κανείς δεν είχε φτάσει ποτέ πριν: την ισοδυναμία τέχνης και ζωής.
 

 

Το άγνωστο αριστούργημα, 1845,
'το πρόσωπο ήταν ιδιαίτερα ξεθωριασμένο...'
υπογραφή: Μπερτόλ Π. Σογιέ.

Τρεις μήνες μετά τη συνάντηση αυτή, ο Φρενχόφερ ανακοινώνει ότι ο πίνακάς του έχει τελειώσει. Ωστόσο, όταν τον δείχνει στους δύο φίλους του, αυτό που βλέπουν είναι απογοητευτικό. Δεν υπάρχει τίποτα από αυτά που υποσχέθηκε ο δάσκαλος. Οι δύο θεατές βρίσκονται μπροστά σε ένα θλιβερό θέαμα από « μπερδεμένες μάζες χρωμάτων και ένα πλήθος φανταστικών γραμμών που πάνε να φτιάξουν έναν νεκρό τοίχο από χρώμα». Μόνο μετά από μια πιο προσεκτική ματιά, οι δύο φίλοι ανακαλύπτουν «ένα γυμνό πόδι που αναδύεται από το χάος των χρωμάτων, των ημιτελών μερών και των ασαφών σκιών που συνέθεταν μια αμυδρή, άμορφη ρευστότητα, [μιας] ζωντανής λεπτεπίλεπτης ομορφιάς». Υπάρχει πράγματι μια υπέροχα ζωγραφισμένη γυναίκα κάτω από αυτό το στρώμα χρωμάτων, αλλά η αδιάκοπη προσπάθεια του Φρενχόφερ, με τη συνεχή επαναζωγραφική σε αναζήτηση της απόλυτης τελειότητας, έριξε τον καλλιτέχνη σε μια σολιψιστική δίνη μέχρι που έχασε κάθε σχέση με την πραγματικότητα. Μπροστά στην απογοήτευση του κοινού του, ο Φρενχόφερ πέφτει στη βαθύτερη απελπισία, η οποία τον οδηγεί στην καταστροφή όλων των έργων του και τελικά στον θάνατό του.

Εκ πρώτης όψεως, το κύριο θέμα του διηγήματος είναι η σχέση μεταξύ αναπαράστασης και πραγματικότητας. Το αριστούργημα είναι «άγνωστο» επειδή είναι ανέφικτο, άρα άγνωστο και μη επικοινωνήσιμο. Οι κριτικοί έχουν παραδοσιακά επισημάνει και ένα δεύτερο θέμα, δηλαδή τη σύγκρουση μεταξύ της πρόθεσης του καλλιτέχνη και του τελικού αποτελέσματος. Θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει ακόμη περισσότερο και να ρωτήσει με ποιον να συμπάσχει. Είναι οι δύο φίλοι, αντικειμενικοί μάρτυρες μιας ωμής πραγματικότητας που ο δάσκαλός τους αδυνατεί να δει; Ή μήπως είναι ο Φρενχόφερ, που θεωρεί ότι έχει ζωγραφίσει το απόλυτο αριστούργημα και στη συνέχεια πείθεται εσφαλμένα για το αντίθετο από τους δύο φίλους; Η ιστορία του Μπαλζάκ βρίσκει μια νέα επικαιρότητα σε αυτά τα ερωτήματα.


Μαμπούζε (Γιαν Γκόσσαερτ),
« Βανίτας», περίπου 1516-1520,
Πινακοθήκη της Accademia dei Concordi, Ροβίγκο.


Η ιστορία μπερδεύει διαφορετικές διαστάσεις. Για παράδειγμα, δεν είναι σαφές αν είναι η ιδέα (το έργο του νου) που ακύρωσε το σύμβολο (η φιγούρα στη ζωγραφική), ή αν αντίθετα ήταν το σύμβολο (η συνεχής αναζωγράφηση) που έχασε το νόημα. (Agamben 1999 [1994]) Και στις δύο περιπτώσεις, το αριστούργημα παραμένει άγνωστο στους δύο φίλους και στον δημιουργό του. Είναι ακριβώς η σχέση μεταξύ αυτών των χαρακτήρων που εμπλουτίζει τα ζητήματα που διακυβεύονται με ένα νέο στοιχείο. Μαζί με την αντιπαράθεση μεταξύ της πρόθεσης του καλλιτέχνη και του αποτελέσματος στον καμβά, η γνώμη του κοινού αναδύεται ως νέο ερώτημα. Ο φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν ασχολήθηκε με αυτή την πτυχή ως εξής:

Τι θα συμβεί στον Φρενχόφερ; Όσο κανείς άλλος δεν μελετούσε το αριστούργημά του, δεν αμφέβαλε ούτε στιγμή για την επιτυχία του- αλλά μια ματιά στον καμβά μέσα από τα μάτια των δύο θεατών του είναι αρκετή για να οικειοποιηθεί τη γνώμη του Πορμπίς και του Πουσέν: «Τίποτα! Τίποτα! Και δούλεψα γι' αυτό επί δέκα χρόνια». Ο Φρενχόφερ διχοτομείται. Μετακινείται από την οπτική γωνία του καλλιτέχνη σε εκείνη του θεατή, από την ενδιαφερόμενη promesse de bonheur στην ανιδιοτελή αισθητική. Σε αυτή τη μετάβαση, η ακεραιότητα του έργου του διαλύεται. Διότι δεν είναι μόνο ο Φρενχόφερ που διχάζεται, αλλά και το έργο του- όπως ακριβώς σε ορισμένους συνδυασμούς γεωμετρικών σχημάτων, οι οποίοι, αν παρατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αποκτούν μια διαφορετική διάταξη, από την οποία δεν μπορεί κανείς να επιστρέψει στην προηγούμενη παρά μόνο αν κλείσει τα μάτια του, έτσι και το έργο του παρουσιάζει εναλλάξ δύο πλευρές που δεν μπορούν να επανενωθούν σε μια ενότητα. Η πλευρά που είναι στραμμένη προς τον καλλιτέχνη είναι η ζωντανή πραγματικότητα στην οποία διαβάζει την υπόσχεσή του για ευτυχία- αλλά η άλλη πλευρά, που είναι στραμμένη προς τον θεατή, είναι ένα σύνολο άψυχων στοιχείων που μπορεί να καθρεφτιστεί μόνο στην αντανάκλαση της αισθητικής κρίσης. (Agamben 1999 σ.9, [1994])

και καταλήγει:

Αισθητική δεν θα ήταν τότε μόνο ο προσδιορισμός του έργου τέχνης ξεκινώντας από την αἴσθηση, από την αισθητή σύλληψη του θεατή, αλλά θα περιλάμβανε επίσης εξ αρχής την εξέταση του έργου τέχνης ως έργο ενός συγκεκριμένου και μη αναγώγιμου operari (εργασίας), του καλλιτεχνικού operari. (ό.π.)

Το διήγημα του Μπαλζάκ όχι μόνο εισάγει τα θέματα που θα κυριαρχήσουν στον 20ό αιώνα μέχρι τη «συνειδητοποίηση της αδυναμίας της ακρίβειας» (Μπάκμαν 1993), αλλά και πρωτοστατεί στον προβληματισμό σχετικά με την «αλλαγή στην ουσιαστική υπόσταση του έργου τέχνης» ( Αγκάμπεν 1999 [1994]) που προσφέρει η σύγχρονη τέχνη: μια νέα αισθητική ισορροπία μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή.


Νικολά Πουσέν,
«Η Άγαρ και ο Άγγελος» (περίπου 1660),
Ρώμη, Gallerie Nazionali d'Arte Antica

Από τον Μαμπούζε στον Σεζάν

Το Άγνωστο αριστούργημα διαδραματίζεται στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο Φρενχόφερ δηλώνει ότι είναι μαθητής του Μαμπούζε, το ψευδώνυμο του φλαμανδού ζωγράφου Γιαν Γκόσσαερτ (1478-1532). Οι δύο φίλοι, μάρτυρες της αποτυχίας του, φέρουν τα ονόματα δύο πραγματικών ζωγράφων: Πουσέν ((Νικολά Πουσέν, 1594 - 1665) και Πουρμπίς (Φρανς Πουρμπίς ο νεότερος, 1569 - 1622). Εκείνη την εποχή, η μνήμη καλλιτεχνών όπως ο Ραφαήλ και ο Τιτσιάνος, που αναφέρονται από τον Φρενχόφερ ως απόλυτα πρότυπα, είναι ακόμη ζωντανή. Σε λίγα σύντομα αποσπάσματα, ο Μπαλζάκ εντάσσει αυτούς τους καλλιτέχνες σε ένα πλαίσιο κριτικού λόγου. Η ιστορία του παραπέμπει σε διαφορετικές εποχές όπου οι κατηγορίες της ομορφιάς, της αληθοφάνειας και της μίμησης εξαφανίζονταν, όπου τα ερωτήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ έργου τέχνης και σκέψης έρχονταν στο προσκήνιο και γίνονταν όλο και πιο σημαντικά σε σχέση με τα τεχνικά όρια της ζωγραφικής.

Στο 'Η Μαντόνα του Μέλλοντος' του 1837, ο Χένρι Τζέιμς προτείνει μια ακόμη πιο ακραία εκδοχή της ιστορίας του Μπαλζάκ με την αποκήρυξη, ως τη μόνη δυνατή κατάληξη, της αναζήτησης του τέλειου αριστουργήματος. Η απόλυτη ιδέα μπορεί να ζει μόνο στο μυαλό του καλλιτέχνη και είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί όταν παίρνει τη μορφή ενός έργου τέχνης. Η ιστορία του Μπαλζάκ επηρέασε επίσης αρκετούς καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, ο ζωγράφος Εμίλ Μπερνάρ θυμάται στις αναμνήσεις του ότι ο Πωλ Σεζάν κυριολεκτικά συγκλονίστηκε από το Άγνωστο αριστούργημα.

 

Μαμπούζε (Γιαν Γκόσσαερτ),
«Ανδρας που κρατάει γάντι», περίπου 1530,
Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο.

 

Μια έκδοση με τον Πικάσο

Το Άγνωστο αριστούργημα (Le Chef-d'oeuvre Inconnu) εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1831, ενώ μια εκτεταμένη έκδοση κυκλοφόρησε έξι χρόνια αργότερα. Η οριστική του έκδοση κυκλοφόρησε τελικά το 1847, αν και σε ένα σημείωμα του συγγραφέα αναφέρεται το 1845. Σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Μπαλζάκ, η ιστορία επανεκδόθηκε σε μια πολυτελή περιορισμένη έκδοση (350 αντίτυπα) με μια σειρά εικονογραφήσεων του Πικάσο. Οι εικονογραφήσεις του Ισπανού καλλιτέχνη περιλαμβάνουν 12 πρωτότυπες χαλκογραφίες, 20 σχέδια και 67 ξυλογραφίες. Ορισμένες από αυτές αποτελούνται μόνο από σημεία και γραμμές, λειτουργώντας ως εισαγωγή στις ενότητες. Άλλες απλώνονται σε όλο το κείμενο, χωρίς ωστόσο να έχουν άμεση αφηγηματική σχέση με αυτό. Οι 12 πρωτότυπες χαλκογραφίες εκτός του κειμένου έγιναν ειδικά για αυτή την έκδοση και συνδέονται με την ιστορία του Μπαλζάκ μόνο θεματικά, εμβαθύνοντας στη σχέση μεταξύ του ζωγράφου και του μοντέλου του. 

 

'Το άγνωστο αριστούργημα',
προσθήκη σειράς 13 χαρακτικών, 1927.
© Pablo Picasso.

 

Ο Βολλάρ* πολιορκούσε τον Πικάσο για την έκδοση του Άγνωστου αριστουργήματος από το 1926, αν και δεν είναι σαφές αν ο Πικάσο γνώριζε το διήγημα. Τελικά, ο Βολλάρ κατάφερε να φέρει κοντά σε έναν τόμο δύο ασύγκριτους συγγραφείς μέσα από το θέμα του «δημιουργού-δημιουργήματος». Ο Μπαλζάκ είχε ασχοληθεί με το θέμα αυτό σε τουλάχιστον δύο άλλα διηγήματα: Γκαμπαρά και Μασιμίλα Ντονί, αν και προβληματιζόταν πάνω σε αυτό μέσω της δημιουργίας μουσικής και όχι ζωγραφικής.


*Αμπρουάζ Βολλάρ, διάσημος έμπορος τέχνης στον οποίον καλλιτέχνες όπως ο Σεζάν, ο Ρουώ, ο Γκογκέν και ο Βαν Γκογκ οφείλουν τη φήμη τους.


Nota bene
 

Το 1961, όταν ο Πικάσο αφηγήθηκε τη δημιουργία της έκδοσης Βολλάρ, είπε υποτιμητικά (σχεδόν περιφρονητικά) ότι το έργο δεν ήταν παρά ένας απλός αυτοσχεδιασμός, που πρότεινε στον ιδιοκτήτη της γκαλερί ένας φίλος του. Ωστόσο, το 1936 ο καλλιτέχνης νοίκιασε ένα στούντιο στην οδό Γκραν-Ογκουστέν, επιλέγοντάς το από πολλές πιθανές τοποθεσίες που εξέταζε. Το στούντιο έτυχε να βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου διαδραματίζεται η ιστορία του Μπαλζάκ, ίσως ένα σημάδι ότι η μνήμη του Φρενχόφερ δεν πρέπει να άφησε εντελώς αδιάφορο τον Πικάσο. Ο καλλιτέχνης διατήρησε το στούντιο για σχεδόν είκοσι χρόνια, και σε αυτό ακριβώς το στούντιο ζωγράφισε τη Γκερνίκα μέσα σε μόλις 10 ημέρες. Ο τόπος του άγνωστου αριστουργήματος έγινε ο τόπος του πιο γνωστού του αριστουργήματος.



Bibliography

Agamben, Giorgio. The Man Without Content. 1999. Stanford University Press.

Bachmann, Ingeborg. Letteratura come utopia- Lezioni di Francoforte, 1993, Adelphi, Milano.



επιμέλεια-κείμενο-απόδοση: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ΄οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)

 

πηγή: conceptualfinearts