where art is always in focus

4.1.25

ο Κάππα Λάμδα ανάμεσα...

10' διάβασμα

 

 

 

... στους Ζαν Αγγέλλου και Βαν Λίο 

 

μυστήριο και αίνιγμα

 

 

Η σειρά του periopton που εξετάζει ιδιαίτερους φωτογράφους – δύο ή περισσότερους κάθε φορά- οι οποίοι μέσα στη μοναδικότητά τους παρουσιάζουν χαρακτηριστικές συγγένειες, αλλά ανιχνεύονται ταυτόχρονα και ειδοποιές διαφορές.


Ζαν Αγγέλου,
φωτογραφία
επιχρωματισμένη με το χέρι, 1915

Βαν Λίο,
Αίγυπτος, τέλη 1940


Είναι προφανές ότι αυτό που είναι ερωτικό για κάποιους θα θεωρηθεί πορνογραφικό από άλλους.
Από την απαρχή της φωτογραφίας υπήρξε, αφενός, μια πορνογραφική παραγωγή- και, αφετέρου, υπήρξε μια παραγωγή που καταγράφηκε και καταχωρήθηκε στην αίθουσα εκτυπώσεων της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης επί Ναπολέοντα Γ'. Αυτή αργότερα, από την τρίτη δημοκρατία και μετά, θα γινόταν η Εθνική Βιβλιοθήκη, προκειμένου να λάβει άδεια για την εμπορική εκμετάλλευση των αρνητικών ως «μελέτες για ζωγράφους» ή «γυμνά» («γυμνό» αναφέρεται σε μια μη ντυμένη ανθρώπινη φιγούρα, που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα στη ζωγραφική και τη γλυπτική).
Η εμφάνιση του φωτογραφικού γυμνού, το οποίο κυριολεκτούσε σε σχέση με την μεταφορική αναφορά της γλυπτικής ή της ζωγραφικής, δυσκολεύτηκε να γίνει χαρακτηριστικό της καλλιτεχνικής πρακτικής. Με τη φωτογραφία, το σώμα είναι η αντανάκλαση της πραγματικότητας και δεν μπορούσε πλέον να διορθωθεί. Κάθε εικόνα παγώνει μια στιγμή αλήθειας, και, μερικές φορές, είναι καλύτερα να μη γνωρίζουμε την αλήθεια. Ως απόδειξη αυτού, ο Φελίξ Μουλέν διώκεται και καταδικάζεται από τις αρχές το 1851 σε ένα μήνα φυλάκιση και πρόστιμο εκατό φράγκων για προσβολή της δημόσιας αιδούς επειδή τράβηξε «πορνογραφικές» δαγκεροτυπίες.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι πρώτες δεκαετίες της ερωτικής φωτογραφίας ήταν κατά βάση γαλλικές. Ο κύριος λόγος γι' αυτό είναι ότι η φωτογραφία αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία, όπου η έρευνα για νέες διαδικασίες εικονογραφικής αναπαραγωγής ξεκίνησε τον 18ο αιώνα και ο 19ος αιώνας βρίσκει τον φιλελευθερισμό πιο διαδεδομένο στη Γαλλία απ' ό,τι αλλού.
 

Στερεοσκοπικές δαγκεροτυπίες γυμνών γυναικών υπάρχουν ήδη από το 1854, αλλά οι εικόνες αυτές δεν διανεμήθηκαν ευρέως. Τη δαγκεροτυπία ακολούθησε η ανακάλυψη της σιδηροτυπίας και της αμβροτυπίας - διαδικασίες παραγωγής θετικών εικόνων με εφάπαξ εκτύπωση, οι οποίες, όπως και ο προκάτοχός τους, ήταν ακριβές στην κατασκευή, ακριβές στην αγορά και κατά συνέπεια προορίζονταν μόνο για μια εύπορη πελατεία.
Οι πρώτες εικόνες ήταν τοπία ή αναπαραγωγές αντικειμένων. Η φωτογράφηση γυμνών ή η λήψη πορτρέτων ήταν πολύ δύσκολη, δεδομένου ότι απαιτούνταν χρόνος πόζας αρκετών λεπτών. Ωστόσο, η διάρκεια αυτή μειώθηκε σύντομα σε δεκάδες δευτερόλεπτα.
Την ίδια χρονιά, το 1841, ο Τάλμποτ ανακάλυψε την καλοτυπία. Αυτό ήταν το πρώτο αρνητικό, πρόγονος των σύγχρονων φιλμ. Καθώς η καλοτυπία ήταν σε χαρτί, η διαδικασία ήταν περίπλοκη, όχι πολύ αξιόπιστη και όχι πολύ πρακτική.
Ωστόσο, πραγματική πρόοδος σημειώθηκε μόλις το 1853, όταν ο Άγγλος Φρέντερικ Σκοτ Άρτσερ εφηύρε το αρνητικό σε γυαλί, το οποίο επέτρεπε την αναπαραγωγή σε χαρτί σε απεριόριστες ποσότητες. Από την ημερομηνία αυτή και μετά, ορισμένοι φωτογράφοι έκαναν τα γυμνά την ειδικότητά τους.
 

Το 1854, ο φωτογράφος Αντρέ Αντόλφ Εζέν Ντισντερί έκανε τη φωτογραφία δημοφιλή με το σχήμα της επισκεπτήριας κάρτας. Χρησιμοποιώντας την ίδια πλάκα, τράβηξε πολλές λήψεις μικρών εικόνων, οι οποίες στη συνέχεια κολλήθηκαν σε κάρτα (διάσταση 8 x 5,5 εκ. σε κάρτα διαστάσεων 11,5 x 6,5 εκ.). Η διαδικασία αυτή χρησιμοποιήθηκε κυρίως για πορτρέτα σε
την ίδια λογική με τις μινιατούρες του 18ου αιώνα, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να πηγαίνουν στις καθημερινές τους δουλειές κουβαλώντας πάνω τους μια εικόνα φιλικού ή συγγενικού τους προσώπου. Αυτό το μέγεθος ήταν ιδανικό για γυμνές φωτογραφίες, καθώς η φωτογραφία μπορούσε να κρυφτεί διακριτικά στο πορτοφόλι οποιουδήποτε.

Οι πρώιμοι φωτογράφοι μιμούνταν καλλιτέχνες και ζωγράφους κάνοντας παστίς των συνθέσεών τους και χρησιμοποιώντας υποστηρικτικά αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων των επίπλων, των κιόνων και των υφασμάτων. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι πρόδρομοι της φωτογραφίας προήλθαν απευθείας από τη ζωγραφική.
Η διασύνδεση μεταξύ των δύο διαδικασιών φαινόταν προφανής: οι φωτογράφοι εμπνέονταν από τους ζωγράφους και οι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν τη φωτογραφία. Με τη φωτογραφία, οι καλλιτέχνες δεν χρειαζόταν πλέον να ανέχονται μοντέλα που είτε δεν εμφανίζονταν είτε καθυστερούσαν.
Σε αντίθεση με τα μοντέλα, τα οποία μπορεί συχνά να είναι απρόσεκτα, οι φωτογραφικές εικόνες είναι πάντα στη διάθεσή σας και δεν αργούν σχεδόν ποτέ. Ο Ντελακρουά, ένθερμος υπέρμαχος της νέας τέχνης, εμπνεύστηκε από τις εικόνες του φίλου του, του φωτογράφου Εζέν Ντουριέ.

Ο Ενγκρ εκτιμούσε «αυτή την αυτόματη διαδικασία».
«Πόσο όμορφο, πόσο όμορφο!», δήλωσε στους μαθητές του όταν μελετούσε μια μεγάλη εκτύπωση από αρχαίο μαρμαρόγλυφο. «Η φωτογραφία είναι ένα τόσο αξιοθαύμαστο πράγμα! Κοιτάξτε, κύριοι, ποιος από εμάς θα ήταν ικανός για τέτοια πιστότητα, για τέτοια σιγουριά στην ερμηνεία των γραμμών, για τέτοια λεπτότητα στα περιγράμματα; Α ναι, να είστε βέβαιοι κύριοι, η φωτογραφία είναι πολύ όμορφη. Είναι πολύ όμορφη, αλλά δεν πρέπει να το λέμε!»
Σε αντίθεση με τις άλλες καλές τέχνες, η ίδια η φύση της φωτογραφίας σημαίνει ότι δεν μπορεί να εξιδανικεύσει το θέμα της, και όταν έρχεται αντιμέτωπη με ένα γυμνό σώμα, τα όρια μεταξύ τέχνης, γυμνού, ερωτισμού και πορνογραφίας είναι πολύ δύσκολο να καθοριστούν, δεδομένου ότι οι διαφορές είναι τόσο πολύ θέμα κουλτούρας και παιδείας.


Ζαν Αγγέλου

 

Γυμνές γυναίκες του 1900. Οι φωτογράφοι γυμνού, οι οποίοι προμήθευαν τον εξειδικευμένο τύπο, εργάζονταν ανώνυμα για να αποφύγουν τις νομικές παρενοχλήσεις., μεταξύ αυτών και ένας μυστηριώδης φωτογράφος ο οποίος επιδεικνύοντας διακριτικότητα υπέγραφε τα έργα του με την υπογραφή «ΖΑ». Ποιος ήταν όμως ο δημιουργός αυτών των εικόνων που φέρουν τα αρχικά Ζ και A; Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός μέχρι να γίνει γνωστό το πραγματικό του όνομα. Πρόκειται για τον Ζαν Αγγέλου (1878-1921), ο οποίος μάλλον προτιμά να παραμείνει ανώνυμος για να αποφύγει τη δίωξη για αδικήματα κατά της δημόσιας αιδούς και παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.

Αν υπήρξε ποτέ ένας «φωτογράφος γυμνού», αυτός θα ήταν ο συγκεκριμένος Γάλλος φωτογράφος. Ενώ αναγνωρίζεται ευρέως ως ο μεγαλύτερος παραγωγός σέξι, ερωτικών, γυμνών και κλασικών εικόνων κατά την πρώτη εικοσαετία του εικοστού αιώνα, ο Ζαν Αγγέλου αφιέρωσε επίσης τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του, από το 1916-1921, στη φωτογράφηση τοπίων, πορτραίτων και έργων τέχνης σε μουσεία. Από το 1903-1915, ο ΖΑ παρήγαγε πολλές φωτογραφίες για διάφορα δημοφιλή περιοδικά με καλλιτέχνες.


Ζαν Αγγέλου,
από την ενότητα
'οι ωραιότερες γυναίκες της Γαλλικής επαρχίας'
(διαγώνια επάνω στη φωτογραφία
αναγράφεται 'λήψη Αγγέλου')

Ζαν Αγγέλου,
από την ενότητα
'οι ωραιότερες γυναίκες της Γαλλικής επαρχίας'
(διαγώνια επάνω στη φωτογραφία
αναγράφεται 'λήψη Αγγέλου')

Ζαν Αγγέλου,
από την ενότητα
'οι ωραιότερες γυναίκες της Γαλλικής επαρχίας'
(διαγώνια επάνω στη φωτογραφία
αναγράφεται 'λήψη Αγγέλου')

Ζαν Αγγέλου,
από την ενότητα
'οι ωραιότερες γυναίκες της Γαλλικής επαρχίας'
(διαγώνια επάνω στη φωτογραφία
αναγράφεται 'λήψη Αγγέλου')

Ο φωτογράφος, ο οποίος ήταν επίσης επιχειρηματίας, διατηρούσε τη δική του εταιρεία και εξέδιδε καρτ ποστάλ, οι οποίες πουλούσαν αρκετές χιλιάδες αντίτυπα εκείνη την εποχή. Μετά όμως το νόμο της 16ης Μαρτίου 1899 που έθεσε περιορισμούς και στον οποίον έπρεπε να συμμορφωθεί,
Ο Ζαν Αγγέλου, για να προωθήσει τις φωτογραφίες του, δημιούργησε περιοδικά για «καλλιτέχνες», κυρίως το «L' Etude académique». Τα γυμνά που φωτογραφίζονταν υποτίθεται ότι χρησίμευαν σαν μοντέλα για ζωγράφους και γλύπτες και πωλούνταν στα περίπτερα σε σφραγισμένους φακέλους. Αυτό απετέλεσε μια πραγματική εκδοτική επιτυχία, συγκεντρώνοντας έως και 20.000 συνδρομητές. Τα περιοδικά του ήταν στην πραγματικότητα πωλήσεις μέσω ταχυδρομείου για μια σειρά πονηρών καρτ ποστάλ. Πρόκειτο για φωτογραφίες αρκετά αισθησιακές εντελώς γυμνών μοντέλων σε ακαδημαϊκές πόζες.
Οι κάρτες αυτές, οι οποίες αρχικά απαγορεύτηκαν, βρήκαν με κάποιο τρόπο το δρόμο τους στα χαρακώματα για να τονώσουν το ηθικό των στρατιωτών. Καθ' όλη τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι γυναίκες των φωτογραφιών του συνόδευαν τους στρατιώτες και έγιναν τα πρώτα pin-ups στην ιστορία.









Αποφεύγοντας τους κανόνες του ακαδημαϊσμού, οι εικόνες του Αγγέλου εξυμνούν τον αισθησιασμό του γυναικείου σώματος από μια νέα οπτική γωνία. Οι πιο όμορφες γυναίκες του Παρισιού πόζαραν γι' αυτόν, όπως η Φερνάντ, το αγαπημένο του μοντέλο και ερωμένη του, που έγινε θρύλος από μόνη της. Ήταν μια πόρνη της οποίας το πλήρες όνομα πιστεύεται ότι ήταν Φερνάντ Μπαρύ (1893-1960). Υπήρξε επίσης μοντέλο για τους ζωγράφους Αμεντέο Μοντιλιάνι και Χαΐμ Σουτίν, ενώ θα γινόταν και η ίδια ζωγράφος. 


Ζαν Αγγέλου,
η Φερνάντ Μπαρύ

Ζαν Αγγέλου,
η Φερνάντ Μπαρύ

Ζαν Αγγέλου,
η Φερνάντ Μπαρύ

Όλες αυτές οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν στο στούντιο με φυσικό φως και ο Ζαν Αγγέλου για τις ανάγκες της φωτογράφισης ανέθεσε σε ζωγράφους να δημιουργήσουν σκηνικά που απεικονίζουν ένα παραθαλάσσιο τοπίο, ένα μπάνιο, ένα ανατολίτικο μπουντουάρ και τους κίονες ενός ελληνικού ναού.
Να σημειωθεί εδώ πως οι 'Σύνδεσμοι Αρετής' πίεσαν για την ψήφιση του νόμου της 7ης Απριλίου 1908, ο οποίος στόχευε τις «ακόμη και μη δημόσιες» προσφορές ως προσβλητικές για τη δημόσια ευπρέπεια. Η ταχυδρομική διακίνηση εικόνων φάνηκε να μπαίνει στο στόχαστρο, με προβλεπόμενες ποινές φυλάκισης. Σε μια πράξη αυτολογοκρισίας, το πλήρες γυμνό εξαφανίστηκε από όλα αυτά τα περιοδικά μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 1908. Οι εικόνες που υπήρχαν στο απόθεμα ρετουσαρίστηκαν, οι συντάκτες φόρεσαν ένα σεμνό πέπλο, έφτιαξαν εσώρουχα... Το ηβικό τρίχωμα εξαφανίστηκε με το πέρασμα ενός πινέλου και δεν θα επανεμφανιζόταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970!







Ο αδελφός του Ζορζ ήταν υπεύθυνος για την έκδοση και τη διανομή των καρτών και ο Ζαν ήταν υπεύθυνος μόνο για την επιλογή των μοντέλων και τη λήψη των φωτογραφιών. Σε μια διαδρομή 15 ετών, ο Αγγέλου τράβηξε περίπου δέκα χιλιάδες φωτογραφίες.
Αυτά τα δύο αδέλφια συνέβαλαν καθοριστικά στην επιτυχία των καρτ ποστάλ στη Γαλλία, διότι το 1910 υπολογιζόταν ότι η βιομηχανία αυτή (όλες οι κάρτες μαζί, όχι μόνο οι κάρτες γυμνού) εξασφάλιζε τα προς το ζην σε 33.000 άτομα!

Δεν είναι πολλά γνωστά για την ιδιωτική ζωή του Αγγέλου εκτός από το ότι γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Οκτώβριο του 1878 και ήταν -κατά πάσα πιθανότητα- ελληνικής καταγωγής. Δυστυχώς, παρ' όλη την έρευνα, δεν κατέστει δυνατόν να βρεθεί ένα πορτρέτο του.
Ο Ζαν πέθανε σε ηλικία 43 ετών μαζί με τον αδελφό του Ζωρζ σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, την ώρα που η επιχείρησή τους ανθούσε.


Βαν Λίο

Ποιος ήταν ο Βαν Λίο; Το ερώτημα στοιχειώνει όποιον ξεκινά να γράψει γι' αυτόν. Άφησε πίσω του τόσα πολλά για να θαυμάσουμε. Και όμως μας αποκάλυψε τόσο λίγα. Για τον εαυτό του, εννοώ. Τόσα πολλά αναπάντητα ερωτήματα αναδύονται. Ο πειρασμός να γεμίσει κανείς τα κενά είναι τεράστιος.
Ήταν ένας πρωτοπόρος μοντερνιστής, ένας από τους πιο αναζητητικούς και ιδιόρρυθμους φωτογράφους που γνώρισε η Μέση Ανατολή; Ένας ναρκισσιστής άντρας-αγόρι που η μεγαλύτερη ιδιοτροπία του ήταν να κλείνει το στούντιό του για λίγες ώρες κάθε μέρα για να φωτογραφίζει τον εαυτό του; Ένας έμπειρος τεχνικός με ένα υπερβολικό πάθος για το χολιγουντιανό γκλάμουρ; Ένας ανατολίτης οριενταλιστής;

Ο Λεβόν Μπογιατζιάν, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του περίφημου Αρμενο-αιγύπτιου φωτογράφου Βαν Λίο, γεννήθηκε στο Τζιχάν ανατολικά των Αδάνων στην Κιλικία το Νοέμβριο του 1920.  Όταν ξέσπασε ο διωγμός των Αρμένιων από τους Τούρκους οι Μπογιατζιάν κατάφεραν να αποδράσουν στην Αίγυπτο, όπου ξεκίνησαν μια νέα ζωή όπως χιλιάδες ομοεθνείς τους στο Κάιρο.
Ο δεκαοκτάχρονος Λεβόν αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές στο περίφημο American University in Cairo και πήγε δίπλα στο φωτογράφο Βαρζαμπεντιάν -οι Αρμένιοι κυριαρχούσαν στο επάγγελμα της φωτογραφίας-, να μάθει την τέχνη. Σύντομα μεταπήδησε στο ακόμα πιο γνωστό Venus Studio. Ο ιδιοκτήτης και φωτογράφος Αρτινιάν αναγνώρισε στον νεαρό εκπαιδευόμενο τη μεγάλη του φιλοδοξία και το ταλέντο, με αποτέλεσμα να του απαγορεύει την είσοδο στο σκοτεινό θάλαμο πιστεύοντας ότι έτσι θα προστάτευε τα μυστικά του. Δεν είχε προφανώς υπολογίσει την εμμονή για την τελειότητα, που ο δαιμόνιος Λεβόν θα κατακτούσε σύντομα, και που θα τον ανήγαγε σε έναν καλλιτέχνη της φωτογραφίας- μοναδική περίπτωση της εποχής του στη Μέση Ανατολή.



Βαν Λίο

Βαν Λίο,
Νέλυ Μαζλούμ - Ελληνίδα χορεύτρια, 1946

Βαν Λίο,
Νέλυ Μαζλούμ - Ελληνίδα χορεύτρια, 1946

Βαν Λίο,
άγνωστη χορεύτρια

Το 1941 ανοίγουν με το μεγαλύτερο του αδελφό Άντζελο φωτογραφικό στούντιο στο σαλόνι του σπιτιού τους, ενώ μετέτρεψαν το μπάνιο σε εμφανιστήριο. Οι πρώτοι πελάτες τους ήταν χορεύτριες του καμπαρέ και φερέλπιδες ηθοποιοί. Σύντομα ακολούθησαν βρετανοί αξιωματικοί, δημοσιογράφοι, στρίπερ, διανοούμενοι, πασάδες, αλλά και πρωταγωνιστές του θεάτρου και του κινηματογράφου καθώς η φήμη των δύο αδελφών ανέβαινε σταθερά. Το ποιο από τα δύο αδέλφια ήταν πίσω από τις περισσότερες δουλειές παραμένει κάπως θολό αλλά ο Λεβόν απέδειξε από νωρίς μεγάλη ευαισθησία και καθώς λάτρευε το Χόλυγουντ, τη λάμψη των μεγάλων σταρ και τη θεατρικότητα των εκφράσεων και τα κινηματογραφικά ντεκόρ, επέμενε ιδιαίτερα στη λεπτομέρεια και στο φόντο, δημιουργώντας κάθε φορά διαφορετικό σκηνικό για τα μοντέλα του. Τα αδέλφια έμειναν μαζί μέχρι το 1947 μέχρι που ο Λεβόν, έχοντας πια υιοθετήσει το ψευδώνυμο του, αναγραμματισμός του πραγματικού του ονόματος, και έχοντας αποκτήσει υπογραφή που μετρούσε, άνοιξε το δικό του στούντιο επί της κεντρικής οδού Φουάντ νούμερο 7. Από εκεί πέρασε όλο το Κάιρο: σταρ του σινεμά, σκηνοθέτες, διάσημοι τραγουδιστές, κυρίες της καλής κοινωνίας, συγγραφείς, διανοούμενοι, Αιγύπτιοι και ξένοι. Ολόκληρος ο κοσμοπολιτισμός μιας εποχής που σε μερικά χρόνια θα χανόταν, καταγράφηκε μέσα από το φακό του Βαν Λίο.



Βαν Λίο

Βαν Λίο,
Ευρωπαία χορεύτρια, 1953

Βαν Λίο,
Μαντλέν, Ευρωπαία στριπτιζέζ

Βαν Λίο

Βαν Λίο

Το διάστημα 1941 - 1943 που πειραματιζόταν με το φως, τις γωνίες λήψης, τις εκφράσεις του προσώπου, όλα εκείνα που θεωρούσε τα βασικά του φωτογραφικού πορτρέτου, δούλεψε πολύ με τον ίδιο του τον εαυτό. Δημιούργησε περί τα 400 με 500 αυτο-πορτρέτα που σήμερα αποδεικνύουν ότι ο Βαν Λίο πρωτοπόρησε της μεταπολεμικής γενιάς. Έντυσε τον εαυτό του κατάδικο, αεροπόρο, Ιησού, σεΐχη, καουμπόι, ληστή, ακόμα και γυναίκα, αλλά και σε ημίγυμνες πόζες, φωτογραφίες εξαιρετικής ασπρόμαυρης αισθητικής, ένα στυλ που ξαναείδαμε στα μεγάλα περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής, αρκετές δεκαετίες αργότερα . Άλλωστε ο Βαν Λίο έμεινε πιστός στην ασπρόμαυρη φωτογραφία πιστεύοντας ακράδαντα ότι είναι η μόνη ορθή επιλογή στην τέχνη του. Τον προτιμούσαν γιατί ήταν εφευρετικός, έπαιρνε πολλές ελευθερίες, υπηρετούσε τη ψευδαίσθηση. Προσέδιδε σε όλους και σε όλες, είτε επρόκειτο για καλλιτέχνες είτε άσημοι άνθρωποι, ιδιότητες και κινηματογραφική λάμψη που συχνά δεν διέθεταν. Αρνούνταν να φωτογραφίσει ανθρώπους της εξουσίας, τα καλύτερα του πορτρέτα δεν τα πληρώθηκε ποτέ, και όταν συναντούσε ένα ενδιαφέρον πρόσωπο έβγαζε δεκάδες πόζες για προσωπική του χρήση. Επεμβαίνοντας στο αρνητικό και επιχρωματίζοντας ο ίδιος όποτε έκρινε ότι υπήρχε ανάγκη, στη μανιέρα των ζωγράφων του 19ου αιώνα.


Βαν Λίο,
αυτοπορτραίτο

Βαν Λίο

Βαν Λίο,
η τραγουδίστρια Δαλιδά
με παραδοσιακή ενδυμασία, π. 1986

Βαν Λίο,
ο ηθοποιός Ομάρ Σαρίφ,
σε νεαρή ηλικία

Βαν Λίο,
Ιταλίδα καλλονή,
Κάιρο, 1950

Η επανάσταση-πραξικόπημα του Νάσερ του 1952 που οδήγησε το διεθνή κοσμοπολιτισμό της Αιγύπτου στην έξοδο από τη χώρα, οδήγησε κι εκείνον σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο και πολιτισμική απομόνωση. Όλοι του οι φίλοι και πελάτες, Έλληνες, Ιταλοί, Εβραίοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σταδιακά το Κάιρο, και από διεθνή πόλη σύντομα ξέπεσε σε μια σκονισμένη πρωτεύουσα χωρίς το προπολεμικό γκλάμουρ. Η έγχρωμη φωτογραφία τον απομόνωσε ακόμα περισσότερο, την οποία αρνιόταν να χρησιμοποιήσει όπως και τα σύγχρονα μέσα. Αναγκάστηκε βέβαια για να επιβιώσει να αναλάβει και φωτογραφίες ταυτοτήτων και κοινωνικών εκδηλώσεων, αλλά στην προσωπική του δουλειά η εμμονή του στο παρελθόν αποδείχτηκε τροχοπέδη. 


Βαν Λίο,
Νάντια Αμπντέλ Γουαχέντ, 1959

Βαν Λίο,
Νάντια Αμπντέλ Γουαχέντ, 1959

Βαν Λίο,
Νάντια Αμπντέλ Γουαχέντ, 1959

Όλα τα χρόνια της επαγγελματικής και καλλιτεχνικής του πορείας φωτογράφισε περί τα 500 γυμνά, όπου εξερευνούσε τον αισθησιασμό και το γυναικείο σώμα χρησιμοποιώντας το χαρακτηριστικό του φωτισμό σε στυλ Χόλιγουντ. Τις εκτυπώσεις αυτής της σημαντικής συλλογής καθώς μεγάλωνε και έβλεπε τη χώρα να συντηρικοποιείται όλο και πιο πολύ, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του προέδρου Ανουάρ Σαντάτ -τη δεκαετία του '80, αποφάσισε να καταστρέψει μαζί με τα αρνητικά τους, από φόβο μήπως πέσουν σε λάθος χέρια.



Δείτε επίσης:

 

 ανάμεσα στον Τζέιμς Μπίντγκουντ και τους Πιερ & Ζυλ


ανάμεσα στους Χουάν Κρισοστόμο Μέντεζ Άβαλος και Κάρλο Μολίνο


 



έρευνα-επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



 

Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)