where art is always in focus

10.3.25

Βλαντίμιρ Σορόκιν "η νόρμα" (απόσπασμα)

6' διάβασμα

 

 

 

 

'safe to eat'
© Κ.Λ.
all rights reserved

Η Νόρμα, είναι το πιο διάσημο βιβλίο του Ρώσου εικονοκλάστη συγγραφέα Βλαντίμιρ Σορόκιν που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αλλά δημοσιεύθηκε μόλις το 1994. Σε αυτό, μια

ολόκληρη κοινωνία τρέφεται από μια ουσία που είναι μυστικά γνωστή ως Νόρμα και τελικά -προσοχή ακολουθεί σπόιλερ- γίνεται σαφές ότι αποτελείται από ανθρώπινα περιττώματα και όλοι οι ενήλικες πολίτες είναι υποχρεωμένοι να καταναλώνουν την καθημερινή τους δόση. (Αυτό θυμίζει έντονα το Soylent Green μια αμερικανική δυστοπική ταινία θρίλερ του 1973)
Ο Σορόκιν αναπτύσσει το θέμα με τη συνήθη δεξιοτεχνία του και δημιουργεί το πιο ριζοσπαστικό μυθοπλαστικό προϊόν της Σοτς-Αρτ, της ρωσικής εκδοχής της Ποπ-Αρτ. Το ύφος του αναπλάθει την κοινότοπη ευθυμία, τον ψευτονατουραλισμό και τον σκληρό τόνο της επίσημης σοβιετικής γραφής πριν την ανατινάξει εντελώς. Ένα αξιοσημείωτο έργο αντι-ολοκληρωτικής μυθοπλασίας, που δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στα αγγλικά.  

 

Το 2026, ο εκδοτικός οίκος NYRB Classics (New York Review Books) διατείνεται πως θα εκδώσει το The Norm σε μετάφραση του Μαξ Λότον.

 

Το βιβλίο αρχίζει με έναν πρόλογο: ο συγγραφέας Μπόρις Γκούσεφ συλλαμβάνεται ενώ βγαίνει να πάρει την εφημερίδα του. Αντιδρά σθεναρά, αρνούμενος να απαντήσει σε ερωτήσεις, ενώ η KGB ερευνά το διαμέρισμά του. Βρίσκουν τον τρίτο τόμο του Αρχιπελάγους Γκούλαγκ («Δώσατε τους άλλους δύο τόμους στον Φάινσταϊν τις προάλλες, σωστά;») και ένα χειρόγραφο 372 σελίδων ενός μυθιστορήματος με τίτλο Νόρμα («Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη» ή «Ο Κανόνας»). Στέλνουν αμέσως το χειρόγραφο στα κεντρικά γραφεία στη Λουμπιάνκα, όπου ο προϊστάμενος, ένα 13χρονο αγόρι, αναλαμβάνει να το διαβάσει.


Στη συνέχεια ακολουθεί το απόσπασμα:

Ο Σβεκλούσιν βγήκε από το γεμάτο λεωφορείο, διόρθωσε το κασκόλ του και βάδισε γρήγορα στο πεζοδρόμιο.

Η βρεγμένη άσφαλτος ήταν καλυμμένη με πεσμένα φύλλα, ο άνεμος φυσούσε στην πλάτη του και χάιδευε τα γυμνά κλαδιά από τις λεύκες. Ο Σβεκλούσιν σήκωσε τον γιακά του παλτού του και χώθηκε σε έναν παράδρομο. Όμως ο παράδρομος σύντομα τελείωσε και ο Σβέκλουσιν διέσχισε τη λεωφόρο προς ένα περίπτερο με εφημερίδες. Ξαφνικά δέχτηκε ένα χτύπημα στον ώμο του.

«Έι, φίλε!»

Γύρισε και είδε τον Τροφιμένκο!

«Γαμώτο!» είπε ο Σβεκλούσιν, ανασηκώνοντας τα φρύδια του. «Τροφ;»

«Ακριβώς!» Ο Τροφιμένκο άπλωσε χαρούμενα το χέρι του.

«Αλλά, μισό λεπτό, μισό λεπτό, πώς βρέθηκες εδώ; Από πού έρχεσαι;» Ο Σβεκλούσιν του έσφιξε το χέρι.

«Από το σπίτι μου, Σασούκ! Από το σπίτι μου!»

«Αλλά, για στάσου, γαμώτο, γιατί δεν τηλεφώνησες; Γιατί δεν πέρασες από το σπίτι;»

«Μόλις έφτασα. Τώρα μόλις κατέβηκα από το τρένο. Οι αποσκευές μου είναι σε μια θυρίδα».

« Κάτσε, περίμενε. Ουάου. Είσαι εδώ για δουλειές ή όχι;»

«Τυπικά όχι, αλλά στην πραγματικότητα ναι. Ψάχνω για διαμέρισμα».

«Ναι; Αυτό είναι δουλειά. Για να σε δω όμως, διάβολε! Φαίνεσαι μια χαρά. Του δίνεις και καταλαβαίνει;»

«Ναι, καλά. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση εκεί πέρα».

«Αλλά, περίμενε, γαμώτο. Και η Νίνα;»

« Τι και η Νίνα; Είναι γλυκιά. Δουλεύουμε, ζούμε. Ξέρεις... Μεγαλώνουμε τα παιδιά. Η Σάσα είναι δύο ετών, ο Τίμκα είναι σχεδόν οκτώ».

«Τι; ο Τίμκα; Γαμώτο! Μόλις προχθές τον πετούσα στον αέρα».

«Δεν θα μπορούσες να το κάνεις αυτό τώρα. Είναι ολόκληρο θρεφτάρι».

«Ναι, ε. Περίμενε, Σερέζ, αλλά πες μου, πώς είναι τα πράγματα πραγματικά; Πώς είναι ο Πάβελ Γιεγκόριτς; Και ο Σένια;»

«Α, όλα είναι μια χαρά. Ο Πάβελ Γιεγκόριτς κρατιέται καλά».

«Ο επικεφαλής μηχανικός;»

«Ναι, αλλά ο Σένια άρχισε να πίνει. Είχε κάποια προβλήματα στη δουλειά. Η γυναίκα του παραλίγο να τον διώξει».

«Θεέ μου...! Τι συνέβη;»

«Δεν ξέρω. Δεν ήταν και μεγάλος πότης. Ή όχι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον...»

«Ναι. Αυτό είναι το κάτι άλλο. Έξυπνος τύπος, επίσης... Άκου, ας καθίσουμε ή κάτι τέτοιο, στεκόμαστε εδώ σαν δύο ηλίθιοι . . . εδώ».

Διέσχισαν το δρόμο και κάθισαν σε ένα παγκάκι κοντά στον παράδρομο.

Ο Σβεκλούσιν κοίταξε τον Τροφιμένκο, κούνησε ήσυχα το κεφάλι του.

«Ναι... ουάου. Περίεργο πώς πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Αλλά εσύ είσαι φοβερός. Ούτε γράμματα, ούτε τηλεφωνήματα...»

«Αχ, Σας, αυτό δεν εξαρτάται από μένα. Λείπω για δουλειές έξι μήνες κάθε φορά. Απλά τρέχω τριγύρω σαν τρελός».

« Και πάλι... Μερικές γραμμές δεν θα σε σκοτώσουν. 'Είμαι εντάξει, όλοι είμαστε υγιείς. Χαιρετίσματα στους γονείς σου από μένα'».

«Σου έγραψα».

«Πότε;»

«Σου έγραψα. Σου έγραψα. Έλα.»

«Είσαι ένας!» Ο Σβεκλούσιν γέλασε, χτύπησε τον Τροφιμένκο στον ώμο. «Σου 'γραψα, λέει!»

Ο Τροφιμένκο έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα.

«Θέλεις ένα;»

«Μπα. Όχι».

«Λοιπόν, και πώς πάνε τα πράγματα με σένα;»

Ο Σβεκλούσιν αναστέναξε.

«Σχεδόν τα ίδια. Η Βέρα τελειώνει το ινστιτούτο αεροπορίας».

«Το βραδυνό;»

«Ναι. Και η Σερέζα πηγαίνει στην έβδομη τάξη».

« Βαθμοί;»

«Έτσι κι έτσι. Απλά δεν φαίνεται να μπορεί να πιάσει δουλειά. Θέλει απλώς να αράζει, να ακούει ραδιόφωνο».

«Εντάξει. Και πώς πάει η δουλειά; Πώς συμπεριφέρεται ο Σιντόροφ;»

«Χάλια.»

«Σου την πέφτει;»

«Ναι. Σκέφτομαι να φύγω. Τους βαρέθηκα.»

«Πού θα πας;»

«Θα μπορούσα να πάω στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Να διδάξω εκεί».

«Τεχνολογία;»

«Ναι.»

«Λοιπόν, γιατί όχι; Κι αυτό είναι ενδιαφέρον.» Ο Τροφιμένκο συνέχισε να καπνίζει, κρατώντας με τρόπο τη μικρή γόπα.

«Και το κυριότερο είναι ότι είναι κοντά. Στο Τσερεμούσκι».

«Τότε είναι θέλημα Θεού, πρακτικά. Κάν' το».

Ο Σβεκλούσιν τοποθέτησε τον χαρτοφύλακά του στα γόνατά του, χαμογέλασε, αναστέναξε.

«Αχ, Σερέζα, Σερέζα», είπε. «Κοίτα πώς είσαι. Έχεις ρυτίδες».

«Ναι, και λοιπόν; Αυτό είναι νορμάλ».

«Τι είναι νορμάλ; Μαύρη ζώνη στο Σάμπο*, τριάντα πέντε ετών».

«Ναι, καλά, κι εσύ έχεις πολλές ρυτίδες. Γι' αυτό μην ανησυχείς πολύ για χάρη μου. Θα πάθεις καρδιακή προσβολή!»

Γέλασαν.

Ο Σβεκλούσιν χτύπησε τον Τροφιμένκο στο γόνατο.

«Άκουσε με, επιχειρηματία. Πήγαινε στον σιδηροδρομικό σταθμό, πάρε τις βαλίτσες σου από το φοριαμό και έλα εδώ. Θα τηλεφωνήσω στη Βέρκα και θα της πω να ετοιμάσει κάτι για έναν σπουδαίο άνθρωπο που ήρθε στην πόλη. Είναι ήδη σπίτι, ξέρεις. Οπότε ξεκίνα».

Αποσώνοντας τα λόγια του, ο Σβεκλούσιν σηκώθηκε και μετά θυμήθηκε κάτι.

«Αλλά περίμενε. Θα πάρω πρώτα τη νόρμα μου, δεν χρειάζεται να την κουβαλήσω στο σπίτι. Ευτυχώς που το θυμήθηκα».

Κάθισε και άνοιξε τον χαρτοφύλακά του.

Ο Τροφιμένκο κάπνισε, τινάζοντας την στάχτη στην άσφαλτο.

«Πού . ...α, εδώ είσαι.»

Ο Σβεκλούσιν έβγαλε την τακτοποιημένη σε σελοφάν σακούλα με τη νόρμα μέσα.

«Ω, ουάου». Ο Τροφιμένκο άπλωσε το χέρι του για το πακέτο. « Για δες εδώ. Εμάς δεν μας τις δίνουν έτσι. Απλώς τις βάζουν σε μικρές χάρτινες σακούλες. Και το χαρτί είναι πραγματικά τραχύ. Αλλά το δικό σου - κοίτα πόσο προσεκτικά το έκαναν. Ακόμα και η γραμματοσειρά είναι ωραία. ΝΟΡΜΑ.»

«Η πρωτεύουσα είναι πρωτεύουσα», είπε ο Σβεκλούσιν. Έσχισε το πακέτο, έριξε τη νόρμα στην παλάμη του, έκοψε ένα κομμάτι και το έβαλε στο στόμα του.

Ο Τροφιμένκο άγγιξε τη νόρμα με το δάχτυλό του.

«Είναι τόσο φρέσκια. ...και μαλακή. Οι δικές μας είναι ξεραμένες. Γίνονται θρύψαλα. Οι λεγόμενοι «διοργανωτές». Δεν μπορούν να οργανώσουν τίποτα».

«Πρέπει να γράψεις σε κάποιον, να τους ενημερώσεις.» Ο Σβεκλούσιν συνέχισε να μασάει, τσιμπώντας περιστασιακά άλλο ένα κομμάτι.

«Γράψε!» Ο Τροφιμένκο πέταξε το τσιγάρο του και το πάτησε με το πόδι του. «Μην κάνεις πλάκα, Σάσα».

«Δεν θα βοηθούσε;»

«Φυσικά και όχι. Δεν θα μπορούσε να τους ενδιαφέρει λιγότερο. Και μετά λένε: «Γιατί δεν παράγουν οι επαρχίες;». Πρέπει να αστειεύονται. Είναι απλά déjà vu κάθε φορά. Συνεχίζουν να φέρνουν τα φορτηγά με τις νόρμες, συνεχίζουν να τις φέρνουν, και είναι όλες ξεραμένες και μπαγιάτικες. Θα μπορούσαν τουλάχιστον να κάνουν τις νόρμες σωστές. Είναι παράξενο».

«Ναι, μερικά πράγματα σε αυτή τη χώρα είναι ακόμα πολύ βλακώδη». Ο Σβεκλούσιν έβαλε το τελευταίο κομμάτι νόρμας στο στόμα του, τσαλάκωσε τη σακούλα και ήταν έτοιμος να την πετάξει στα σκουπίδια, όταν τον σταμάτησε ο Τροφιμένκο.

«Μην την πετάξεις, δώσ' τη μου. Θα τη δείξω στη γυναίκα μου».

Ίσιωσε προσεκτικά τη σακούλα και την έβαλε στην τσέπη του.

Σηκώθηκαν.

Ο Τροφιμένκο διόρθωσε το καπέλο του, ο Σβεκλούσιν το κασκόλ του. Στάθηκαν μια στιγμή και κοιτάχτηκαν.

Ο Τροφιμένκο ξεφύσηξε απότομα από τη μύτη του. « Σας, τι θα γινόταν αν κάποιος ήθελε να αγοράσει αυτό το παλτό. Είναι δύσκολο;»

«Όχι, όχι ακριβώς, αλλά είναι τσεχοσλοβάκικο. Οπότε είναι είδος σε έλλειψη».

«Αλλά μπορώ να πληρώσω επιπλέον αν χρειαστεί. Έχω κάποια χρήματα. Εσύ τι λες;»

«Μπορούμε να προσπαθήσουμε. Η Βέρα γνωρίζει πολλές από τις πωλήτριες». Ο Σβεκλούσιν μετατόπισε τον χαρτοφύλακά του στο αριστερό του χέρι και αναστέναξε. «Θα προσπαθήσουμε. Αλλά προς το παρόν, πήγαινε εσύ στο σταθμό, ακούς; Πάρε τα πράγματά σου. Θυμάσαι τη διεύθυνση;»

«Είσαι τρελός; Φυσικά.»

«Λοιπόν, τότε, ωραία. Τρέχα. Να είσαι στο σπίτι μας σε μισή ώρα, κατάλαβες;»

«Κατάλαβα.» Ο Τροφιμένκο χαμογέλασε.

«Ωραία. Θα σε περιμένουμε.» Ο Σβεκλούσιν έγνεψε, γύρισε και βάδισε γρήγορα προς το σπίτι του. Ο Τροφιμένκο χαμογέλασε και τον παρακολούθησε να απομακρύνεται.

 

 * το Σάμπο είναι ένα διεθνές στυλ πάλης που χρησιμοποιεί τεχνικές τζούντο

 

(μετάφραση από τα Αγγλικά Κ. Λ.)

ⓘ η μετάφραση είναι πρωτότυπη
και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα

 

το εξώφυλλο
της ρωσικής έκδοσης

 

 

 

 

 

 







με στοιχεία από Ν+1


επιμέλεια-κείμενο-μετάφραση: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)
της εικόνας συμπεριλαμβανομένης





Related Post: