periopton

where art is always in focus

2.7.25

η Τσινετσιτά του Φελίνι: σπίτι του και εργαστήριο ονείρων

4'30" διάβασμα

 

 

 

 

 

 

η ιστορική είσοδος της Τσινετσιτά

Ο Φεντερίκο Φελίνι είχε στενή σχέση με τα στούντιο Τσινετσιτά στη Ρώμη, τα οποία χρησιμοποίησε ως κύρια τοποθεσία για πολλές από τις ταινίες του. Τα στούντιο, που συχνά αναφέρονται ως το «εργοστάσιο των ονείρων», έγιναν σχεδόν μόνιμη κατοικία του και αναπόσπαστο μέρος του κινηματογραφικού κόσμου του. Αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο εργοτάξιο, το οποίο αυτοαποκαλείται Τσινετσιτά, σχεδιάστηκε ως ένα ισοδύναμο του Κολοσσαίου του 20ού αιώνα: ένα όχημα για συγκινήσεις και περιπέτειες σε θεαματική κλίμακα, αλλά με την εν λόγω ψυχαγωγία να περιλαμβάνει μάλλον χρωστικές τροφίμων παρά αληθινό αίμα. Εδώ είναι το 'άρτος και θεάματα' του σύγχρονου ανθρώπου.


διαφημιστική καταχώρηση στο περιοδικό Σινεμά
που διηύθυνε ο γιός του Μουσολίνι, Οκτώβριος 1940

Αυτές οι ευτελείς απομιμήσεις της πραγματικότητας από γύψο και υαλοβάμβακα, εξέφραζαν περισσότερο τα πρωτότυπα από τα ίδια τα πρωτότυπα. Αυτή η αίσθηση μιας προτιμότερης μη πραγματικότητας ξεκίνησε όταν γύριζε το «Γλυκιά ζωή» [La Dolce Vita (1960)] - όπου γεννήθηκαν και οι παπαράτσι*. Απογοητευμένος από τις προκλήσεις και τις πιέσεις των γυρισμάτων στη Βία Βένετο στο κέντρο της Ρώμης, ο Φελίνι έβαλε τον σκηνογράφο Πιέρο Γκεράρντι να ανακατασκευάσει τον διάσημο δρόμο στο περίφημο Στούντιο 5 της Τσινετσιτά - ακριβή μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, όπως υποστήριζε ο σκηνοθέτης, εκτός από μία: ήταν κατασκευασμένος επίπεδος, αντί για κεκλιμένος όπως είναι στην πραγματικότητα. «Όταν περνάω από το Καφέ ντε Παρί», έγραψε ο σκηνοθέτης 30 χρόνια αργότερα, "δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι ότι η αυθεντική Βία Βένετο ήταν αυτή του Στούντιο 5 και ότι οι διαστάσεις του δρόμου στο στούντιο ήταν πιο ακριβείς ή σίγουρα πιο ελκυστικές.

 

 * Ο όρος «παπαράτσι» προέρχεται από το όνομα ενός χαρακτήρα στην ταινία La Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι, του Παπαράτσο, ενός επίμονου και ενοχλητικού φωτογράφου που ενσαρκώνει το επιθετικό κυνήγι των διασημοτήτων. Η ταινία, που απεικονίζει τον λαμπερό αλλά ηθικά διφορούμενο κόσμο της μεταπολεμικής Ρώμης, αποτύπωσε την ουσία αυτού του τύπου φωτογράφου, και το όνομα έγινε συνώνυμο με τους διάσημους/ταμπλόιντ φωτογράφους.

 

 

Μαστρογιάννι και Φελίνι από τα γυρίσματα της "Γλκιάς Ζωής" στη Βία Βένετο

ο Φελίνι στη Βία Βένετο

Ο Φελίνι έφτασε την προσέγγιση αυτή στα άκρα στο προτελευταίο του έργο «Η Συνέντευξη» (1987). Στην ταινία αυτή, η οποία είναι πιο ρητά αυτοβιογραφική από το «8½» (1943), ο Φελίνι υποδύεται τον εαυτό του, ως τον ήρωα ενός (φανταστικού) ντοκιμαντέρ που γυρίζεται από μια ιαπωνική εταιρεία παραγωγής. Μεγάλο μέρος της δράσης, αναπόφευκτα, διαδραματίζεται στην Τσινετσιτά. Ωστόσο, εξακολουθεί να αισθάνεται την ανάγκη να αναδημιουργήσει τον τόπο μέσα στον τόπο.
«Η Τσινετσιτά που φαίνεται από αέρος στην αρχή της ταινίας ήταν μια μακέτα», εξήγησε ο σκηνοθέτης το 1988, "θα μπορούσα να είχα κάνει εναέριες λήψεις από ελικόπτερο, αλλά το αποτέλεσμα θα έμοιαζε περισσότερο με χάρτη της τοποθεσίας, που επειδή είναι αληθινός δεν σημαίνει τίποτα, δεν μεταδίδει κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα. Όχι, θέλησα να υλοποιήσω την Τσινετσιτά με διαφορετικό τρόπο: χρησιμοποιώντας το μοντέλο, μπόρεσα να επαναπροσδιορίσω τις λεωφόρους με τα πεύκα, να δώσω στις στρωμένες με πίσσα στέγες ένα διαφορετικό χρώμα, και κάνοντας τα κτίρια όλα γκρίζα, να τους δώσω ένα είδος επίσημης μορφής, χωρίς καμία πραγματική γλυπτική ποιότητα.

«Για μένα, η Τσινετσιτά αντικατέστησε τον κόσμο. Κάνω τα γυρίσματα στο στούντιο για να εκφράσω μια υποκειμενική πραγματικότητα, εξαγνισμένη από ενδεχόμενα ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία είναι άχρηστα: πρόκειται για μια επιλεγμένη πραγματικότητα».
Φεντερίκο Φελίνι

Σε μια από τις αναδρομές της ταινίας, ο νεαρός φιλόδοξος δημοσιογράφος Φελίνι παίρνει ένα τραμ γεμάτο ηθοποιούς και επίδοξους ηθοποιούς από το κέντρο της Ρώμης κατά μήκος της Βία Τουσκολάνα (η «Viale della Speranza» του τίτλου του Ντίνο Ρίσι του 1953) προς την Τσινετσιτά.
Βρίσκεται εκεί, για πρώτη φορά, για να πάρει συνέντευξη από μια γνωστή ντίβα του κινηματογράφου. Βρισκόμαστε στα τέλη του 1930, και το μεγαλύτερο κινηματογραφικό στούντιο της Ευρώπης είναι μόλις δύο ετών. Στις 28 Απριλίου 1937, ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε εγκαινιάσει το υπερσύγχρονο κινηματογραφικό συγκρότημα της Ιταλίας, χτισμένο σε 144 στρέμματα γης 10 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας.

Ο Φελίνι θυμήθηκε αργότερα ότι είδε ένα ειδησεογραφικό δελτίο της εκδήλωσης εκείνης της εποχής, στο οποίο ο "Ντούτσε" σταματά για λίγες κουβέντες με "άνδρες και γυναίκες τυλιγμένους σε κάτι που έμοιαζαν με σεντόνια, που στην πραγματικότητα ήταν τήβεννοι από μια ιστορική ταινία, και ανταλλάσσει μαζί τους έναν αρχαίο ρωμαϊκό και φασιστικό χαιρετισμό". Σύμφωνα με ειδικούς πάντως στα διάφορα ειδησεογραφικά δελτία που παρήγαγε το κρατικά ελεγχόμενο κινηματογραφικό πρακτορείο Institute Luce (τα αρχεία του οποίου διαχειρίζεται σήμερα η Τσινετσιτά), δεν υπάρχει, ως αποδεικτικό στοιχείο, ένα απόσπασμα των εγκαινίων με κομπάρσους ντυμένους με τήβεννο. 

 

 

κομπάρσοι από την ταινία "Σπάρτακος"
© Cinecittà si Mostra

 
αναπαράσταση της αρχαίας Ρώμης
 

Ωστόσο, ο Φελίνι -που ούτως ή άλλως ποτέ δεν έκανε διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας- στην ανασκευασμένη μνήμη του από τα πλάνα, την έχει εμπλουτίσει με μια αλήθεια και αυτή είναι η εμμονή του Μουσολίνι με την αρχαία Ρώμη. Την ίδια χρονιά, το καθεστώς του τιμούσε τη συμπλήρωση δύο χιλιετιών από τη γέννηση του Αυγούστου, ενός ηγεμόνα ειδικού στην δημιουργία εικόνας και στην αξιοποίηση της δύναμής της, με τον οποίο ο φασίστας ηγέτης επιθυμούσε να συνδεθεί.
Στην ίδια την πρωτεύουσα, οργανώθηκε μια έκθεση για την ιστορία της Ρώμης και την έννοια της ρωμαϊκότητας, ενώ αποκαταστάθηκαν Αυγουστιανά κτίρια, όπως το φόρουμ του αυτοκράτορα και το μαυσωλείο του- στην Τσινετσιτά, τέτοια κτίρια αναπαρήχθησαν χρησιμοποιώντας ξύλο και χαρτοπολτό (παπιέ μασέ), αστραφτερά σαν καινούργια.

Ήταν ακριβώς η υλική τεχνοδομή του κινηματογράφου που γοήτευσε τον Φελίνι. Οι σκαλωσιές, τα εξαρτήματα, τα φώτα και οι κάμερες εμφανίζονται ξανά και ξανά στις ταινίες του - κοιτάξτε εικόνες από αυτές και συχνά είναι δύσκολο να ξέρετε αν αυτό που βλέπετε είναι φωτογραφία σκηνικού ή φωτογραφικό στιγμιότυπο. Σε μια σκηνή στο «Και το Πλοίο Φεύγει» (1983), η κάμερα τραβιέται προς τα πίσω για να αποκαλύψει όλα τα παραφερνάλια του κινηματογραφικού εξοπλισμού και του συνεργείου, κάνοντας τον Φελίνι ένα είδος ταχυδακτυλουργού που αποκαλύπτει λίγα από τα μαγικά του κόλπα.




κατασκευή μιας μικρογραφίας πόλης

κατασκευή σκηνικών

Ο κόσμος της Τσινετσιτά ήταν γι' αυτόν πραγματικά «το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα» - για 30 χρόνια γέμιζε βιβλία με σχέδια και σημειώσεις σχετικά με τα όνειρά του, πολλά από τα οποία παρείχαν υλικό για τις ταινίες του (στο στάδιο του σχεδιασμού έκανε ζωηρά σκίτσα των χαρακτήρων του, συχνά με σημειώσεις για τους σχεδιαστές μακιγιάζ και κοστουμιών. Το σχέδιό του για την ερωμένη του πρωταγωνιστή, την Κάρλα, στο «8½» είναι μια μελέτη για το πώς να σκιαγραφήσεις την «σεξοβόμβα» με λίγες κινήσεις του μαρκαδόρου. 

 

 

"Κάρλα" σκίτσο του Φελίνι, 1961-62
© Jacob and Phillip Keel
 

Στην ίδια ταινία, ο χαρακτήρας του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι φέρνει την κινηματογραφική σταρ που υποδύεται η Κλαούντια Καρντινάλε σε ένα μικρό χωριό έξω από τη Ρώμη: «Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος», λέει, «δεν το αισθάνομαι αληθινό». Ο Μαστρογιάννι, που υποδύεται το alter ego του Φελίνι, απαντά όπως ακριβώς θα απαντούσε εκείνος: «Μου αρέσει».

 

 

ο Φελίνι και το alter ego του, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι

Όταν πέθανε ο Φελίνι το 1993, η τελετή έγινε στο αγαπημένο του Στούντιο 5. 
Η κηδεία του θύμιζε πολύ τις ταινίες του

Αυτός ήταν ο Φελίνι, ο δημιουργός που εμπλούτιζε με το φανταστικό την ίδια την πραγματικότητα.
 

 

επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)

 

 

με στοιχεία από: Apollo 

25.6.25

η πόλη που υπήρξε "πόλη του σκότους"

1' διάβασμα 

 

 

 

 

Κοουλούν,
φωτ. Leung Chopan

 Η Χακ Ναμ, η «Πόλη του Σκότους», η παλιά περιτειχισμένη πόλη Κοουλούν στο Χονγκ Κονγκ έχει πλέον κατεδαφιστεί. Πολλοί άνθρωποι στο Χονγκ Κονγκ, Κινέζοι και ξένοι, για τους οποίους δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από μια αποκρουστική φήμη, πίστεψαν ότι έσβησε πριν από χρόνια. Δεν είναι έτσι. Σχεδόν μέχρι τέλους διατήρησε το κακόφημο μεγαλείο της. Ποτέ δεν είχε φανεί πιο θρασύ, πιο απελπισμένο, πιο κακό για ορισμένα μάτια, πιο παράξενα όμορφο για άλλα.

 

22.6.25

Ρομπέρ Ντουανό «Δεδομένες στιγμές»

2' διάβασμα 





'αυτοπορτρέτο με Rolleiflex',Παρίσι,1947
© atelier Robert Doisneau


Η έκθεση του Ρομπέρ Ντουανό «Δεδομένες στιγμές» σηματοδοτεί την επιστροφή του έργου του στο Παρίσι μετά από χρόνια απουσίας.

Οι εμβληματικές εικόνες στέκονται δίπλα σε εντελώς νέες ενότητες που δείχνουν την επιδεξιότητα του φωτογράφου να εξερευνά τον άνθρωπο σε ένα ευρύ φάσμα περιβαλλόντων: παιδική ηλικία, καλλιτέχνες, συγγραφείς, μπιστρό, τα χρόνια της Vogue, αλλά και τη σκληρότητα και τη σοβαρότητα της ζωής, τα προάστια...

Αντί άλλου ενημερωτικού σημειώματος ένα γλαφυρό κείμενο της Ιζαμπέλ Μπενουά, όπου αναφέρεται στη συνάντησή της με το πλούσιο σύμπαν του έργου του.

 

 

'κομμώτριες που λιάζονται', Παρίσι 1966
© atelier Robert Doisneau


'το κουνέλι του κυρίου Μπαρναμπέ'
© atelier Robert Doisneau

"Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου μας έδειξε τη μόνη διασκεδαστική εικόνα σε μια χοντρή εγκυκλοπαίδεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: έναν άνδρα να συνομιλεί φιλικά με ένα κουνέλι που στεγαζόταν σε μια σόμπα αερίου. Η εικόνα ήταν εντυπωσιακή, και κάθε βράδυ, σε μια ιεροτελεστία που τα παιδιά γνωρίζουν το μυστικό της, ζητούσαμε να δούμε «το κουνελάκι στο γκάζι» πριν πάμε για ύπνο. Αυτή η αθώα έκφραση αναφερόταν στο «Το κουνέλι του κυρίου Μπαραμπέ» (Le lapin de Monsieur Barabé - 1943). Ήταν αναμφίβολα η πρώτη μου συνάντηση με τον Ρομπέρ Ντουανό.
  Εκείνη την εποχή, μια τέτοια φωτογραφία δεν παρουσιαζόταν ως έργο τέχνης, αλλά ως απλή απεικόνιση της έλλειψης τροφίμων. Για μένα, ήταν μια προειδοποιητική ιστορία για ένα κατοικίδιο που είχε φωλιάσει εδώ για να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να ελέγξει τη φωτιά και να μην καταλήξει ποτέ στο τηγάνι. Μόνο όταν δημιούργησα την έκθεση στο Musée Maillol έμαθα ότι «ο άνθρωπος στη φωτογραφία» ήταν ο Πολ Μπαραμπέ, ο θυρωρός και βοηθός του Ρομπέρ Ντουανό.
  Έμαθα επίσης ότι αυτός ο κύριος, εκτός από το ότι είχε μεγαλώσει ένα κουνέλι σε μια κουζίνα, πλαστογραφούσε χαρτιά με τον Ρομπέρ Ντουανό καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Και κυρίως, ότι κατά τη διάρκεια μιας έρευνας της Γκεστάπο στο κτίριο, κατέστρεψε εγκαίρως τους καταλόγους των κομμουνιστών του Μοντρούζ για να τους σώσει από τη σίγουρη απέλαση. Γιατί αυτή η φωτογραφία έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στη μνήμη μου; Ποια ήταν η δύναμη της έλξης της; Η σύνθεσή της, το καδράρισμά της, το φως της; Η σωστή απόσταση από το θέμα; Σε κάθε περίπτωση, είναι μια πύλη εισόδου στον κόσμο του Ντουανό. Βασικά, η φωτογραφία αυτή είναι ταυτόχρονα μια στιγμή συνενοχής μεταξύ του κουνελιού και του αφεντικού του και ένα δώρο στον θεατή. Είναι μια «δεδομένη στιγμή», όπως ήξερε τόσο καλά να αποτυπώνει και να μεταφέρει ο Ντουανό. Ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος που ήθελε πάνω απ' όλα την ευτυχία των άλλων.
  Ήθελε να αποτυπώσει την πραγματικότητα όπως ήταν, αλλά μόνο με ποιητικό τρόπο. Έτσι συνδέθηκε με τον ποιητικό ρεαλισμό, ένα υποκείμενο ρεύμα της ανθρωπιστικής φωτογραφίας. Ποτέ δεν ήταν υπό την επιρροή του, ο Ντουανό άντλησε από διαφορετικές σφαίρες για να δημιουργήσει το δικό του σύμπαν. Οι εικόνες του αποτελούν μια σύνθεση, άλλοτε μιας πραγματικότητας που δεν έχει πια τίποτα το ποιητικό, και άλλοτε μιας ποίησης που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα."



 

14 Ιουλίου στον Κεραμεικό, 
Παρίσι, 1978.
© atelier Robert Do

'Sevres et Babylone', 1953
© atelier Robert Doisneau

'Το εργοστάσιο Bobin στη Μονρούζ', 1945
© atelier Robert Doisneau

'δεσποινίς Ανίτα', 1951
© atelier Robert Doisneau

'εργάτριες της Renault', 
Boulogne-Billancourt, 1945
© atelier Robert Doisneau

'οι μουσικόφιλοι χασάπηδες' 
cafe la Tartine, Παρίσι,1953
© atelier Robert Doisneau

'Σχολικές πληροφορίες', Παρίσι
© atelier Robert Doisneau

'τα αδέλφια', 
rue du Docteur Lecène, Παρίσι, 1934
© atelier Robert Doisneau

'φιλί-βαλς', 1950
© atelier Robert Doisneau

'το άλμα'-1936
© atelier Robert Doisneau





έως 12 Οκτωβρίου 2025
Μουσείο Μαγιόλ, Παρίσι

 

επιμέλεια-μετάφραση-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων) 



πηγή: Bastille -Ιζαμπέλ Μπενουά 
 

21.6.25

Αμεντέ Οζανφάν... ο πιο "καθαρός" από τους πουρίστες

3' διάβασμα




ένα εικαστικό κίνημα χωρίς μεγάλη διάρκεια

 

 


Το 1925, ο Αμεντέ Οζανφάν ζωγράφισε έναν πίνακα με τίτλο «η λευκή κανάτα». Όπως και άλλοι από τους πίνακες του Οζενφάν κάποιας περιόδου -το Βάζο, ας πούμε, ή τα Τρία Βάζα- δεν ήταν ένα αξιομνημόνευτο έργο. Είναι απίθανο να το έχετε δει ή να μπορείτε να το θυμηθείτε. Το έργο παραχωρήθηκε στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Στρασβούργου πριν από 60 χρόνια. Τα τελευταία 40 από αυτά τα χρόνια ήταν αποθηκευμένο.



Αμεντέ Οζενφάντ
'η λευκή κανάτα', 1925, 
© Μουσείο της πόλης του Στρασβούργου

18.6.25

ο Ρούμπενς υπήρξε (και) κατάσκοπος

3' διάβασμα






Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς
'αυτοπορτρέτο', 1623
© National Gallery of Australia

Στα μέσα του 17ου αιώνα, όταν η Ευρώπη ήταν μια σκακιέρα στην οποία οι μεγάλοι πρίγκιπες έπαιζαν κατά το δοκούν με την πρόφαση υπεράσπισης της -κληρονομικώ δικαίω- δυναστείας τους, ένας μπαρόκ, πολύγλωσσος, πλούσιος και καλοζωισμένος καλλιτέχνης ήταν αρκετά πανούργος ώστε να χρησιμοποιήσει το χάρισμά του με τους ανθρώπους, τα πινέλα του και τη μεγάλη του φήμη για να εισέλθει στις κύριες αυλές της ηπείρου, ως πρεσβευτής και κατάσκοπος. Το όνομά του ήταν Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς.


Ο Ρούμπενς, φλαμανδός ζωγράφος του 17ου αιώνα, γνωστός για το πληθωρικό του ύφος, το ηρωικό του όραμα και τα αφράτα γυναικεία γυμνά του, γεννήθηκε στη Γερμανία απλώς και μόνο επειδή ο πατέρας του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Φλάνδρα μετά από μια απερισκεψία στην κρεβατοκάμαρα με την πριγκίπισσα Άννα της Σαξονίας, σύζυγο του αντιβασιλέα και Ολλανδού ηγέτη Γουλιέλμου της Οράγγης. Ασπασμένος τον καθολικισμό μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ο νεαρός Πέτερ Πάουλ πέρασε τα νεανικά του χρόνια εναλλάξ, στην αυλή ως ακόλουθος της κόμισσας Λιν-Άρενμπεργκ και ως μαθητής ζωγραφικής στα εργαστήρια του Άμπερς. Από τις δύο εμπειρίες έμαθε να αναπτύσσει τις δύο μεγαλύτερες μελλοντικές δραστηριότητές του, αυτή του αυλικού και του ζωγράφου, ενός από τους καλύτερους της εποχής του.

Το μεγάλο όνειρο όλων των ζωγράφων εκείνης της εποχής ήταν να μετακομίσουν στην Ιταλία, και ο Ρούμπενς το έκανε το 1600. Τρία χρόνια αργότερα, ο φίλος και προστάτης του, ο δούκας της Μάντοβα, τον έστειλε στην πρώτη του διπλωματική αποστολή στο Βαγιαδολίδ, στην αυλή του Φιλίππου Γ' και του ισχυρού δούκα της Λέρμα, τον οποίο ευχαρίστησε με το έφιππο πορτρέτο που κρέμεται ακόμη στο Μουσείο Πράδο.

16.6.25

η Αγκάτ Γκαγιάρ δεν είναι πια μαζί μας...

2' διάβασμα

 

 

 

η Αγκάτ Γκαγιάρ

Η Αγκάτ Γκαγιάρ (1941-2025) ήταν μια εμβληματική φυσιογνωμία στον κόσμο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, γνωστή για την ίδρυση της πρώτης γκαλερί αφιερωμένης αποκλειστικά στη φωτογραφία στη Γαλλία. Άνοιξε την ομώνυμη γκαλερί το 1975 στη συνοικία Μαρέ του Παρισιού, μια τολμηρή κίνηση που συνέβαλε σημαντικά στην αναγνώριση και τη νομιμοποίηση της φωτογραφίας ως μορφή τέχνης.



η Αγκάτ Γκαγιάρ μπροστά στη γκαλερί μαζί με τον φωτογράφο Μπερνάρ Φωκόν. 
Πίσω από το παράθυρο βρίσκεται ο Κριστιάν Καγιόλ, κριτικός φωτογραφίας της Libération.
Φωτογραφία του Ζαν-Κλοντ Λαρριέ, τραβηγμένη το 1979


Ο φίλος της, φωτογράφος Φρανσουά Ντελεμπέκ έγραψε αυτό το όμορφο αποχαιρετιστήριο κείμενο.



Η Aγκάτ Γκαγιάρ έχει περάσει στο μετέωρο των φωτογραφιών που υπερασπίστηκε με τόση θέρμη και ευθύτητα.

Την Παρασκευή, 13 Ιουνίου, στις 20:23, έλαβα ένα γραπτό μήνυμα από την Εγκλαντίν Σαρμπονιέ, την κόρη της, που με ενημέρωνε για τον θάνατο της Αγκάτ στο νοσοκομείο της Ναρμπόν, όπου βρισκόταν σε ανακουφιστική φροντίδα μετά από πνευμονική εμβολή.
Ήταν άρρωστη εδώ και αρκετό καιρό. Την είχα επισκεφθεί στο νοσοκομείο Τενόν στο Παρίσι, όπου δεν είχε χάσει καθόλου από την ενέργειά της, απευθυνόμενη στο ιατρικό προσωπικό, το οποίο ήταν πολύ συγκρατημένο σχετικά με την κατάστασή της.

Τον περασμένο Νοέμβριο, η Σιμόν Κλάιν και εγώ συνεργαστήκαμε για να δημιουργήσουμε ένα είδος απογραφής της προσωπικής της συλλογής φωτογραφιών, που έχει αποκτήσει απευθείας από καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια της ζωής της.
Μερικά διαχρονικά αριστουργήματα κοσμούσαν τους αναγκαία γκρίζους τοίχους του διαμερίσματός της απέναντι από τη γκαλερί.

Τόλμησα να την πλησιάσω στην Αρλ το 1980 και εκείνη με παρότρυνε να έρθω στην γκαλερί εκείνο το φθινόπωρο. Έκανα εκθέσεις στο χώρο της το 1982, το 1985 και το 1990.


Ο Αντρέ Κερτέζ και η Αγκάτ Γκαγιάρ στην Αρλ, 1979 © Γιαν Μορβάν

Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την ευγλωττία της, την ειλικρίνειά της, το άνοιγμά της, τις ξεκάθαρες θέσεις της, ενίοτε εντυπωσιακές, αλλά και τόσο προσωπικές, γι' αυτή την πρωτοπόρο και ένθερμη προστάτιδα της φωτογραφίας.

Τη βλέπω να κινείται με πάθος και θαυμασμό στους διαδρόμους της Βίλα Μέντιτσι στη Ρώμη ή στο Μπομαρζό το 1984, όπου, ως μόνιμος κάτοικος, την είχα προσκαλέσει.
Ή να συζητά, ως ακτιβίστρια της φεμινιστικής τέχνης, με τη Μαρί-Κλοντ Μπο, τότε διευθύντρια του Ιδρύματος Καρτιέ (στο Jouy-en-Josas) το 1985, στην οποία την είχα συστήσει και η οποία ήθελε να ηγηθεί του κόσμου της φωτογραφίας.
Τα εγκαίνια που σφύζουν από κόσμο, τον οποίο έχει συλλάβει το οξυδερκές μάτι της Ιβέτ Τροϊσπού... Ο Ερβέ Γκιμπέρ, υπέρμαχος της μετριοπάθειας, των μυστικών και των ψιθυριστών εξομολογήσεων, που προτιμάει τα απομακρυσμένα δείπνα μας με την Αστριντ, τη σύζυγό μου, και τον Ματιέ Λιντόν, και φυσικά τον Ραλφ Γκίμπσον, τον απροσμέτρητα πιστό υποστηρικτή.

Αυτή είναι η εποχή του Μπερνάρ Φωκόν, της Έρικα Λενάρντ, του Μπιλ Μπραντ, του Καρτιέ Μπρεσόν φυσικά, του Εντουάρ Μπουμπά και τόσων άλλων.

Οι παθιασμένες συζητήσεις με τον Κριστιάν Καγιόλ, ο Ζαν-Φιλίπ Σαρμπονιέ που εισβάλλει στη γκαλερί, η εκδηλωτική Αγκάτ που κάθεται στο καλοριφέρ, με την τσαγιέρα σε απόσταση αναπνοής...

Πιο πρόσφατα, με την πάντα αιχμηρή ματιά της και τα ενίοτε καυστικά λόγια της, της άρεσε να υποστηρίζει νέα ταλέντα όπως ο Ζαν-Φρανσουά Σπρικιγκό.

Ευχαριστώ, Αγκάτ.

Φρανσουά Ντελεμπέκ


επιμέλεια-μετάφραση: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)





πηγή: eye of photography